Οι Παραλλαγές στο Αρχετυπικό Θέμα του Απόστολου Κιλεσσόπουλου
της Μάρθας Ιωαννίδου

«Τίποτα στο σύμπαν δεν είναι ίδιο αν κάπου, άγνωστο
πού, ένα αρνί που δε γνωρίζουμε έφαγε ή δεν
έφαγε ένα τριαντάφυλλο... Ό,τι είναι σημαντικό δε
φαίνεται. Όλα τ' αστέρια είναι ανθισμένα...»

Antoine de Saint Exupery, The Little Prince

Οι μελετητές του έργου του Απόστολου Κιλεσσόπουλου έχουν εύστοχα επισημάνει τη σταδιακή μετάβασή του από το παραστατικό στο αφηρημένο με κοσμικό περιεχόμενο. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο μπορεί κανείς να παρατηρήσει επιστροφές στην αρχική ιδέα, στο Αρχετυπικό -κατά τον ίδιο- Θέμα, μετά από κάποια διαλείμματα, χάρις στα οποία επιτυγχάνεται η αλλαγή της λειτουργίας των χρωμάτων από έργο σε έργο. Το κάθε χρώμα παρουσιάζεται αρχικά ως ιδιαίτερη και αυτόνομη οντότητα, για να γίνει βαθμιαία μέλος μιας ευρύτερης ομάδας. Στα κοσμικά του 'τοπία' το χρώμα του φόντου ανάγεται σε συμπρωταγωνιστή των επιμέρους φωτεινών κηλίδων και η σύνθεση χτίζεται κλιμακωτά έτσι που τελικά να νιώθεις πως σκαρφαλώνεις από το ένα επίπεδο στο άλλο, πως εκεί που είσαι μετέωρος στο απέραντο κενό εκεί έχεις βρει το φωτεινό σημείο να κρατηθείς. Παρόλο το δυναμισμό των μορφωμάτων και την 'πάλη' των χρωμάτων, στα έργα του επικρατεί μια ισορροπία, ανάλογη με αυτή που επιβάλλει το σύμπαν για λόγους «αυτοσυντήρησης» και διαιώνισης του.

Ο Miro γράφει το 1961 για το αφιερωμένο στο «Μπλε» τρίπτυχό του: «Μου πήρε πολύ καιρό να το δημιουργήσω. Όχι να το ζωγραφίσω, αλλά να το συλλάβω». Σ' αυτό το κλίμα της περισυλλογής αναπτύσσει όλη τη διαδικασία της ζωγραφικής του ο Κιλεσσόπουλος, από τις πρώτες πινελιές της βάσης ως τα μορφώματα-ιδεογράμματα. Χωρίς καθόλου να υποβαθμίζει το ρόλο του σχεδίου, ανακαλύπτει στις ηχητικές δονήσεις του χρώματος μια πηγή έκφρασης με μυστηριώδη γοητεία, η οποία του δίνει απεριόριστες δυνατότητες να προτείνει τη δική του θεώρηση του 'κόσμου', γεμάτη υπαινιγμούς. Στις παραλλαγές του προέχει η συνέχεια των μορφών, με τη λειτουργία της καθεμιάς ξεχωριστά να έπεται. Ο χώρος δεν είναι πλέον ο τόπος που αυτές κατοικούν ή που αφήνουν το σημάδι τους, αλλά ο ίδιος η κυρίαρχη παρουσία. Τα στοιχεία, που είτε περιορίζονται στη ζωγραφική επιφάνεια είτε εκτείνονται πέρα από αυτήν, σε συνδυασμό με την εναλλασσόμενη χρωματική κλίμακα, σχηματίζουν το νοητό ιστό των έργων γύρω από το Αρχετυπικό Θέμα, την αιώνια αναζήτηση γύρω από το κρίσιμο ρήμα «υπάρχω».

Μούσα και σταθερή παρηγοριά του Κιλεσσόπουλου σε όλη αυτήν την πορεία είναι η μουσική, που αποτελεί τη «γραμματική» και το «συντακτικό» της ζωγραφικής του. Εμποτισμένος από τους ήχους, αναζητά την «εικόνα» στο αόρατο και στο «άπειρο». Αν και αγαπά τη σιωπή, μέσα από τη ζωή και το λόγο του δηλώνει ότι θέλει να συντροφεύεται πάντα από τη μουσική, να δημιουργεί σε άλλα πεδία της τέχνης εμπνευσμένος από αυτή και να της αφιερώνει την εικαστική του μελωδία, επιβεβαιώνοντας τις παρατηρήσεις του Vassily Kandinsky για τον ιδιαίτερο τρόπο σύνδεσης των δύο τεχνών. Την περιοχή της μουσικής που μπορεί να περιλαμβάνει ό,τι συνειδητό, υποσυνείδητο και μεταφυσικό, προσπαθεί να την εξερευνήσει, όχι όμως από τη θέση του μουσικού. Παραμένει ένας γνήσιος εραστής της, που θέλει να της χαρίσει κάτι που να της προσιδιάζει αλλά και να της δημιουργήσει, μέσα στις εικόνες του ένα «περιβάλλον» προσιτό στην όραση για να του παρουσιάζεται σαν μια άλλη Διοτίμα.

Ο Κιλεσσόπουλος δίνει στο θεατή τη δυνατότητα να δει περισσότερα από αυτά που ο ίδιος έχει 'απεικονίσει'. Μπροστά στα έργα του δεν ενεργοποιείται μόνον η όραση αλλά αλυσιδωτά και άλλες αισθήσεις μας, αφού καλούμαστε να αφουγκραστούμε τις ηχητικές δονήσεις των χρωμάτων, να νιώσουμε τη διαφορετικότητα στην τοποθέτηση της χρωματικής ουσίας και γενικά της ύλης πάνω στον καμβά. «Όσοι έχουν μάτια ακούν κι όσοι έχουν αυτιά θα δουν», λέει ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης και ο Κιλεσσόπουλος το κάνει πράξη καλώντας μας αρχικά να 'συναισθανθούμε' με τη βοήθεια των χρωμάτων τους ήχους που εκπέμπουν (audition coloree) και τελικά να ανιχνεύσουμε την αρχετυπική ιδέα, που περιέχει και τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξής μας. Μέσα από τη σύνδεση της ζωγραφικής με τη μουσική, αλλά και του κινηματογράφου με την αρχιτεκτονική και την αστροφυσική, αναζητά τα βάθη και τα ύψη του 'κοσμικού' Απόλυτου, που δεν μπορεί να έχει πλαίσιο και όνομα και γι' αυτό συχνά αφήνεται να ξεχειλίσει από τον καμβά.

Ό,τι τον απασχολεί κρύβεται κάτω από την επιφάνεια. Το βασικό χρώμα μέσα από και πάνω στο οποίο μορφοποιούνται οι διερευνήσεις, οι αγωνίες, οι σκέψεις και τα αισθήματα του είναι το μπλε: «Η τάση του μπλε προς το βάθος είναι πολύ μεγάλη. Ακριβώς γι' αυτό στις βαθύτερες αποχρώσεις του γίνεται πιο έντονο και μέσα μας επενεργεί ουσιαστικότερα. Όσο βαθύτερο γίνεται το μπλε τόσο περισσότερο καλεί τον άνθρωπο στο άπειρο, ξυπνάει μέσα του νοσταλγία για την καθαρότητα και τελικά για το υπεραισθητό. Είναι το χρώμα του ουρανού, έτσι όπως τον φανταζόμαστε στο άκουσμα της λέξης 'ουρανός'»,γράφει ο Kandinsky στο Για το Πνευματικό στην Τέχνη (1911-1912). Ο Yves Klein, που αναγνώρισε στο μπλε τη δυνατότητα να κάνει ορατό το αόρατο, οδηγήθηκε να υπογράψει νοητά μια μέρα στην άκρη του ουρανού και να μισήσει τα πουλιά που τρυπούν το ομορφότερο και σπουδαιότερο «έργο» του. Με αυτή τη συμβολική κίνηση προδιέγραφε το επόμενο βήμα του, δηλαδή τη συνεχή αναζήτηση των απεριόριστων υπερφυσικών δυνατοτήτων του μπλε και, μέσα από αυτό, του απείρου και της αιωνιότητας. Ο Κιλεσσόπουλος προχωρεί παραπέρα, δοκιμάζει να ξορκίσει τα πουλιά, τα άστρα και τους γαλαξίες ενεργοποιώντας με την χρωματική τους παρουσία τους ουρανούς του, που δεν είναι πια μόνον μπλε. Μιλά με άνεση για τον ουρανό και τον ατενίζει με δέος. Το επίθετο με το οποίο συνήθως τον συνοδεύει είναι το 'λαμπρός' και μάλιστα στον πληθυντικό -«λαμπροί ουρανοί»-. Δεν είναι τυχαίο που δεν αναφέρεται ούτε στον προφορικό του λόγο στον ουρανό, αλλά στους ουρανούς, βλέποντας με το ευαίσθητο μάτι του καλλιτέχνη-φιλόσοφου την πολυμορφία του σύμπαντος. Αυτήν προσπαθεί, μέσα από τις εκρήξεις του χρώματος, να αποδώσει. Και γι' αυτό επιστρατεύει κάθε γνώση και διαίσθηση για το κοσμικό σύμπαν, κάθε εικαστική δυνατότητα αλλά και τη μουσική του εμπειρία για να 'δει' πιο πέρα. «Ό,τι κρατάμε, λέει, σφιχτά στις χούφτες δεν είναι τίποτα μπροστά σε ό,τι ξεφεύγει ανάμεσα απ' τα δάχτυλα μας».

Στη νιότη του τολμούσε να προκαλεί το θάνατο, ενώ αργότερα στη ζωγραφική του τον αντιπαραθέτει με καταλυτική απλότητα στα έντονα χρώματα της γέννησης και της ζωής πάνω στον ίδιο καμβά, συνθέτοντας την δική του κοσμογονία. Στην πραγματικότητα κάθε στιγμή που αποτυπώνεται στα έργα του έχει διττή φύση. είναι ταυτόχρονα χαρά και λύπη, γέννηση και θάνατος, άνοιγμα και κλείσιμο, θετικό και αρνητικό, yin-yang. Η Ζωγραφική και το Χρώμα βρίσκονται στον πυρήνα κάθε τέτοιας εικόνας, η οποία και ανοίγει διάλογο μαζί τους -το μέρος με το όλον- θέτοντας κάθε φορά ένα νέο ερώτημα, που δεν είναι γνωστό αν μπορεί να απαντηθεί.

Ο Κιλεσσόπουλος θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί σουρεαλιστής αλλά δεν είναι, αφού δεν πλάθει εικόνες της φαντασίας ή του υποσυνειδήτου. Είναι ένας «μέγας μεταφυσικός» του σύγχρονου καιρού, που διαισθάνεται τα συμβαίνοντα πέρα από το άμεσα ορατό χρησιμοποιώντας την ανθρώπινη μνήμη και την έμφυτη κοσμική γνώση. Κοιτώντας μας «από το ύψος της πυγολαμπίδας/ ή το ύφος του πεύκου/ παίρνοντας βαθιά την ανάσα του στη δροσιά των άστρων/ ή στη σκόνη της γης», όπως λέει ο Σεφέρης στο Les anges sont blancs [1939], δημιουργεί έναν 'κόσμο' που τον «περιστοιχίζουν γυμνές γυναίκες με μπρούτζινα φύλλα αραποσυκιάς/ σβησμένοι φανοστάτες ανεμίζοπας τους κηλιδωμένους επιδέσμους της μεγάλης πολιτείας/ ασύμμετρα κορμιά γεννοβολώντας κενταύρους και αμαζόνες/ σαν άγγιζαν τα μαλλιά τους το Γαλαξία

Μάρθα Ιωαννίδου
Δρ. Ιστορίας της Τέχνης - Μουσειολόγος