Ταξίδια
 
 

Πέρασε το πρωινό αυτό, έφτασε η ώρα δυό.
κι εγώ κάθομαι εδώ, τ'αυτοκίνητα κοιτώ.
Πώς περνούν όλα και τρέχουν μ'ένα θόρυβο τρελό,
κι η καμπάνα που χτυπάει κι ο παπάς που τραγουδάει.

Φεύγουνε μακριά από δω, πάνε στο εξωτερικό
πάνε στη Γιουγκοσλαβία για να φέρουνε φιρίκια
για να κάνουνε κομπόστα και να τρώει η παπαδιά.

Άλλοι πάνε στο Μιλάνο για να πάρουνε μουράνο
κι άλλοι πάνε στη Χαβάη για να πάρουνε μπαμπάκι.

Κι όταν επιστρέψουνε, τότε όλοι θα τρέξουνε
με χαρά και υστερία, με απαίσια φασαρία
σαπούνια να ψωνίσουνε μήπως και καθαρίσουνε.

 

επόμενο ανθολογίας