Η τσουκνίδα
 
 

Μία νύχτα σκοτεινή περπατούσα μοναχή
και σκεφτόμουνα με πόνο τον καημό του κόσμου όλου.
Και στα χόρτα καθισμένη έκλαιγα πικρά η καημένη
Ξαφνικά με μια στριγγλιά διέκοψα τη σιγαλιά
μία ύπουλη τσουκνίδα μ'έγδαρε στα μαλακά
και με μίσος την τραβώ τη ζωή για να της κόψω.
Μα ακούω μιά φωνή περίεργη, αλήθεια,
να μου λέει πράγματα που σπάραζαν τα στήθια:
"Είμ'η τσουκνίδα που μιλώ, αυτό μη σε ξαφνιάζει,
είμαι αυτή που λίγο πριν με είχες προσκεφάλι.
Με ένα βάρος φοβερό με πίεζες κακούργα,
κι εγώ το ανεχόμουνα, δεν μίλαγα, βογγούσα.

Κι όταν σε μιαν αντίσταση, το όπλο μου σου δείχνω,
εσύ σαν ισχυρότερη θες να με ξεριζώσεις.
Κι εσένα όμως κάποτε θα σε καταπατήσουν
κι όταν θα πας ν'αντισταθείς ίσως σε τουφεκίσουν.
Ανήμπορη θα είσαι συ, που'σαι για μένα δυνατή.
Έτσι είναι δυστυχώς, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό".

επόμενο ανθολογίας