Παραμιλητά  
 

Αναστατωμένη άδειασε στο πάτωμα το περιεχόμενο του ενδέκατου συρταριού και αφού χύθηκε στο σωρό με τα χαρτιά που ήδη της έφτανε ως το γόνατο, άρχισε με μανία να ψάχνει την κάρτα πολλαπλών διαδρομών. Μάταια, οι προσπάθειές της δεν απέδωσαν. Ήταν τρομερά δύσκολη η προσπάθειά της που είχε ήδη διαρκέσει τέσσερα εικοσιτετράωρα.
Και ξαφνικά, άρπαξε ένα χαρτί και θριαμβευτικά αναφώνησε «επιτέλους, το βρήκα». Έτρεξε προς το τηλέφωνο και διαβάζοντας τον αριθμό κατάλαβε ότι ήταν λάθος.

Ήταν αργά κι η ώρα περασμένη.
Τα περίστροφα ακουμπισμένα στο ράφι και τα σκοινιά αραδιασμένα πάνω στην πράσινη μοκέτα. Προσεκτικά ξεσκόνιζε ένα προς ένα τα πολύτιμα όπλα και στο τελευταίο συρτάρι της σιφονιέρας ανακάλυψε το κουτάκι με τις σφαίρες.
Τι να κάνω, σκέφτηκε, τι να κάνω, είπε,
και η φωνή αντήχησε κι ευθύς της απαντάει:
Τα στοιχειωμένα μέρη, τα πράγματα που στοίχειωσαν κι οι λέξεις που παγώσαν
δεν θα χαθούν πλέον ποτέ, πάντα θα σε κυκλώνουν,
κι ελεύθερα ποτέ ξανά δεν θα ξαναφερθείς.
Δώστου λοιπόν να ησυχάσουμε.

Μετά τι; Μετά αναμονή. Χωρίς αποτέλεσμα, μάταια.
Βαθειά μέσα στον τάφο της έκλαιγε η μακαρίτισσα!
Σκοτώστε τη καλά, ήταν η διαταγή.
Να μη μείνει τίποτα, να χαθούν τα πάντα που θα μπορούσαν να θυμίζουν την επιθυμία της.
Πυροβολισμοί, μαχαίρια και σπαθιά την κυνηγούσαν
και καθώς εκείνη δεν έκανε καμιά προσπάθεια να γλυτώσει
παθητικά και ακόμα σαδιστικά,
περίμενε και άλλα χτυπήματα που θα εξαφάνιζαν το τέρας.

επόμενο

 
  • Περιεχόμενα
  •