Μυθιστόρημα Β'
 
Ηρωες: Νικολέττα Αθανασίου - Ιωσήφ Αθανασίου  
Άγις Μολπιέρι - Ζοζεφίνα Μολπιέρι  
Λεωνίδας Πραφέσκου 
 
  
Εις εποχήν ταραγμένην και δύσκολον ευρέθη η Νικολέττα Αθανασίου διάγουσα το τριακοστόν ένατον έτος της ζωής της. Η άλλοτε ωραιοτάτη νεάνις είχε μεταμορφωθεί εις μέγαιραν αισχίστου μορφής. Το μίσος που έτρεφε προς τους άνδρες, το οποίον θα εξηγήσωμεν παρακάτω, της αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά του προσώπου, τονίζοντας τη γαμψή μύτη και τις τριχωτές ελιές στα μάγουλα. Η Νικολέττα ήτο άγαμος. Παρά την θέλησή της ανώτεραι δυνάμεις από τας ιδικάς της την ανάγκασαν να ακολουθήσει μοναχικήν οδόν εις την ζωήν της. Ο πρώτος της έρως και ο μοναδικός άλλωστε, ήτο ο ευπατρίδης Άγις Μολπιέρι. Η οικογένεια των Μολπιέρι ήτο από τας ολίγας αριστοκρατικάς και πλουσίας οικογενείας των Αθηνών και οι δυο νεότεροι βλαστοί ήτο ο νεαρός Άγις και η πανέμορφη αδελφή του Ζοζεφίνα. Εις τον ιππικόν όμιλον όπου εσύχναζαν τα δυο αδέλφια γνωρίστηκαν με τον Λεωνίδα Πραφέσκου, νέον αθλητικού παραστήματος και ευγενικών αισθημάτων. Με τας πρώτας ημέρας της γνωριμίας των ο Λεωνίδας και η Ζοζεφίνα αισθάνθηκαν μια ακατανίκητον έλξιν ο εις προς τον άλλον. Το αίσθημα αυτό το αντιμετώπισε με ευμενή τρόπο ο Άγις, ο οποίος άλλωστε παρουσίασε τον Λεωνίδα εις την οικογένειά του (αυστηροτάτων ηθών) ως ιδικόν του φίλον. Ούτως ο Λεωνίδας είχε την ευκαιρίαν να είναι ευπρόσδεκτος ανά πάσα στιγμή εις το μέγαρον των Μολπιέρι προς μεγάλην τέρψιν της Ζοζεφίνας. Την εποχήν εκείνη, αρχιθαλαμηπόλος των Μολπιέρι ήτο ο ηλικιωμένος και αρίστων ηθών Ιωσήφ Αθανασίου, η κόρη του οποίου Νικολέττα εκτελούσε χρέη γραμματέως του πατρός Μολπιέρι, όταν εκείνος συνέγραφε τα απομνημονεύματά του. Το πνεύμα και την χάριν της νέας είχεν εκτιμήσει ο κύριος Μολπιέρι και πολλές προσπάθειες κατέβαλε ώστε η νέα να γνωρίσει αξιόλογους άνδρες της εποχής και να αποκατασταθεί κατά το αρμόζον. Παρ'όλα αυτά η Νικολέττα αισθανόταν ανομολόγητον έρωτα προς τον διάδοχον της οικογενείας Μολπιέρι, τον ωραίον Άγιν. Το αίσθημά της αυτό εξομολογήθη μόνο εις την Ζοζεφίνα με την οποία τη συνέδεε στενή φιλία. Η Ζοζεφίνα αγαπούσε την Νικολέττα και θα χαιρόταν αν γινόταν κάποτε γυναίκα του αδελφού της, αν και εγνώριζε καλώς την ανυπέρβλητον κοινωνικήν διαφοράν που χώριζε τους δυο νέους. Η Νικολέττα υπέφερε σιωπηλά και στωικά και ηρκείτο εις το να ατενίζει μόνο τον Άγιν, μη τολμούσα να του απευθύνει καν τον λόγον. Μίαν εσπέραν η Νικολέττα ευρίσκετο εις την βιβλιοθήκην και διαβάζοντας μίαν ποιητικήν ανθολογίαν περιήλθε εις συλλογήν και τελικώς απεκοιμήθη. Η ώρα ήτο περασμένη και η νέα ξύπνησε από γέλωτες και φωνασκίες. Από το τζάμι της πόρτας αντελήφθη τον Άγιν και τον Λεωνίδα. Εφαίνοντο πρόσχαροι και μεθυσμένοι. Αίφνης εμφανίστηκε η Ζοζεφίνα, η οποία μπροστά στα μάτια του Άγι φίλησε τον Λεωνίδα. Η έξαψις του Λεωνίδα ήτο τόση ώστε παρεφέρθη προβαίνοντας εις τολμηράς κινήσεις και θωπείας εις τας οποίας η Ζοζεφίνα ανταπεκρίνετο πλήρως. Ο Άγις φαινόταν ερεθισμένος από το θέαμα και προχώρησε προς την πόρτα της βιβλιοθήκης ανοίγοντάς την με ορμήν. Η Νικολέττα οπισθοχώρησε έντρομη αλλά αυτός με τους οφθαλμούς λαμπυρίζοντας από άνομο πάθος εβάδισε προς το μέρος της. Η Νικολέττα δεν ετόλμησε να αρθρώσει λέξιν, ο Άγις την αγκάλιασε περιπαθώς ψιθυρίζοντάς της λόγια ερωτικά που αναστάτωναν την αθώα ψυχή της Νικολέττας. Την στιγμήν κατά την οποίαν η νέα ενέδιδε εις τας κτηνώδεις ορμάς του Άγι σκεπτομένη ότι η αγάπη της είναι τόση ώστε να μπορέσει να συνεχίσει την περαιτέρω ζωήν της, ο γέρων Ιωσήφ ενεφανίσθη εις την πόρτα. Ήκουσε ο πτωχός πατήρ τας φωνάς και πλήρης φόβου και αγωνίας, οπλισμένος δια περιστρόφου θέλησε να προστατεύσει την οικίαν των αφεντικών του. Αντιλαμβανόμενος την κόρην του εις απρεπή στάσιν μετά ανδρός τον οποίον δεν αναγνώρισε εις το σκότος, τον πυροβόλησε με ζήλο. Ο Άγις αιμόφυρτος κύλισε στο πάτωμα, η δε Νικολέττα ελύθη εις λυγμούς. Πατέρα, πατέρα, εθρήνησεν. (ημιτελές)
 
επόμενο ανέμελο