Η ρομαντική ιστορία της Ντουντούς
 
  
Μάταια ο νεαρός, όμορφος, πάμπλουτος και πασίγνωστος στον ιατρικό κόσμο για τις ιατρικές και χειρουργικές του επιδόσεις Τόλης Μαλιβάρδης εκλιπαρούσε την αγάπη της Ντουντούς. Σε κάθε του ικεσία εκείνη τον αντιμετώπιζε προκλητικά λέγοντάς του ότι η καρδιά της ανήκει σε άλλον. 
Και πράγματι η Ντουντού εδώ και έξι μήνες ήταν ερωτευμένη με το βοηθό του κηπουρού της, το Θανασάκη, αλλά δεν τολμούσε να του εκφράσει τα αισθήματά της, γιατί ήξερε ότι ο Θανασάκης ήταν τοιούτος και μάλιστα είχε δεσμό με το αφεντικό του, τον κύριο Γιώργο, ο οποίος παρακολουθούσε με καχυποψία κάθε κίνηση του Θανασάκη. Πικραμένος ο Τόλης από την αδιαφορία που του έδειχνε η Ντουντού, αποφάσισε να της εξομολογηθεί για μια ακόμα φορά τα βαθειά του αισθήματα. Όταν όμως εκείνο το καταραμένο απόγευμα πήγε να τη συναντήσει, εκείνη βρισκόταν στον κήπο και παρακολουθούσε τον κύριο Γιώργο που σκάλιζε το χώμα, ρίχνοντας συγχρόνως κρυφές ξελιγωμένες ματιές στο Θανασάκη. Ο Τόλης αισθάνθηκε την οργή και τη ζήλεια να τον πνίγουν, και μέσα στην απελπισία του πήρε τη μεγάλη απόφαση: Καταλαβαίνοντας ότι η Ντουντού δεν θα γινότανε δική του όσο υπήρχε ο Θανασάκης, αποφάσισε να τον βγάλει από τη μέση όσο κι αν αυτό ήταν αντίθετο προς τις αρχές του και την προσωπικότητά του. 
Κατάφερε λοιπόν, εκμεταλλευόμενος την αδυναμία του Θανασάκη προς τους άνδρες, να τον παραπλανήσει με ψεύτικες υποσχέσεις και ξεφεύγοντας από την επιτήρηση του κυρίου Γιώργου τον παρέσυρε στο υπόγειο. Εκεί, τη στιγμή που ο Θανασάκης είχε στρέψει τα οπίσθιά του περιμένοντας την εκπλήρωση των υποσχέσεων, ο Τόλης τον χτύπησε δυνατά στο λαιμό με το ακονισμένο δισκοπρίονο, αποκόβοντας το κεφάλι του δύστυχου Θανασάκη από το σώμα του. 
Ευθύς μετά την πράξη του ο Τόλης μετάνοιωσε πικρά, αλλά διαπίστωσε ότι ήταν ανίκανος να διορθώσει το κακό που έγινε και το μόνο που μπορούσε να κάνει πλέον ήταν να τεμαχίσει το σώμα του νεκρού για να το κρύψει στο ντουλάπι του υπογείου. Αυτό και έκανε αλλά στην προσπάθειά του να ολοκληρώσει σύντομα το έργο του, ξέχασε το κεφάλι ακουμπισμένο στο κεφαλόσκαλο δίπλα στη γλάστρα με τα γεράνια. 
Όταν συνάντησε τη Ντουντού, εκείνη βρισκόταν ακόμα στον κήπο και έκλαιγε, γιατί ο κύριος Γιώργος πιστεύοντας ότι ο Θανασάκης είχε φύγει, έφυγε και ο ίδιος αφήνοντας τα παρτέρια ημιτελή. Χρησιμοποιώντας κάποια πρόφαση, ο Τόλης απομακρύνθηκε από το σπίτι με βιαστικά βήματα, και η Ντουντού μόνη της τώρα, με μηχανικές κινήσεις πήρε το ποτιστήρι για να δροσίσει τα διψασμένα άνθη και το φρεσκοσκαμένο χώμα. Αφηρημένη καθώς ήταν, δεν κατάλαβε αμέσως ότι αυτό που κατάβρεχε ήταν το κεφάλι του Θανασάκη που εν τω μεταξύ είχε καθαρίσει από τα αίματα και έλαμπε στο ηλιοβασίλεμα. 
Αντικρουόμενες σκέψεις και επιθυμίες την κατέλαβαν. Τελικά όμως το πάθος της κυριάρχησε και αρπάζοντας το κεφάλι έτρεξε να κρυφτεί στα άδυτα του σπιτιού της. Κρέμασε το λάφυρό της από ένα καρφί στον τοίχο και ξάπλωσε στην αγαπημένη της κουνιστή πολυθρόνα. Πέρασαν τρία εικοσιτετράωρα και η Ντουντού λικνιζόμενη θαύμαζε την υπέροχη κεφαλή και αναλογιζόταν τον υπέροχο συνδυασμό που έκανε με το υπόλοιπο σώμα το οποίο τώρα απουσίαζε δραματικά. Απόντος λοιπόν του σώματος του εραστού, τι άραγε της έμελλε να κάνει; Μόλις ξημέρωσε η τέταρτη ημέρα ειδοποίησε τον Τόλη και τον ανάγκασε κατά την επίσκεψή του να ομολογήσει το στυγερό του έγκλημα. Με τη διαβεβαίωση ότι δεν θα τον καταγγείλει, τον υποχρέωσε να της παραδώσει και τα υπόλοιπα τεμάχια του Θανασάκη. Εκείνος αναγκάστηκε να δεχτεί την ανόσια πρόταση της Ντουντούς και αφού τα τεμάχια του ακέφαλου πτώματος τοποθετήθηκαν μέσα σε ειδικό νάρθηκα, η ερωτευμένη Ντουντού με τη βοήθεια του ικανότατου στις μεταμοσχεύσεις Τόλη, κατάφερε να τα συναρμολογήσει και να προσκολλήσει με ικανοποιητικό αποτέλεσμα το κεφάλι στο ταλαιπωρημένο σώμα. 
Από τότε η Ντουντού πέρασε αμέτρητα μερόνυχτα μόνη της, καθισμένη μπροστά στον αργαλειό με το άψυχο σώμα ακουμπισμένο στα γόνατά της, υφαίνοντας χιτώνες χρυσοποίκιλτους για να στολίσει τους ωραιότατους ώμους του νεκρού Θανασάκη. 
Ο κύριος Γιώργος ανησυχώντας για την παρατεταμένη απουσία του Θανασάκη, συχνά πήγαινε και τον αναζητούσε στο σπίτι της Ντουντούς πιστεύοντας ότι είχε γοητευτεί από τα θέλγητρά της και είχε γίνει εραστής της. Για να τον τραβήξει πάλι κοντά του και να ικανοποιήσει το ασίγαστο πάθος για αυτόν, προσπαθούσε με διάφορους τρόπους να τον προσελκύσει. Τις νύχτες του τραγουδούσε γλυκύτατα τραγούδια σκαρφαλωμένος σε ένα φοινικόδενδρο κάτω από το παράθυρο της Ντουντούς. 
Αλλά και ο Τόλης μη μπορώντας να ξεχάσει την αγάπη του για τη γλυκειά Ντουντού περνούσε πολλές βραδυές ξάγρυπνος κάτω από το παράθυρό της απαγγέλλοντάς της τα πιο θερμά ερωτικά ποιήματα. 
Όμως εκείνη θεωρούσε τη ζωή της αφιερωμένη στο Θανασάκη και δεν μπορούσε να δώσει καμιά σημασία σε άλλον άνδρα. Ο δε Θανασάκης, νεκρός όπως ήταν, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του κυρίου Γιώργου. 
Ένα μοιραίο βράδυ οι δυο άνδρες συναντήθηκαν έξω από το σπίτι της Ντουντούς. Ο βαθύς πόνος που ένιωθαν και η σκληρή μοναξιά και απογοήτευση από τις άκαρπες προσπάθειες να κατακτήσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τους έκανε να ξεπεράσουν την κοινωνική άβυσσο που τους χώριζε, τους οδήγησε σε μια αμοιβαία εξομολόγηση και έρωτα δυνατό, και τους ένωσε για πάντα με δεσμά αγάπης ισχυρά και ακλόνητα. 
Ο έρωτας τους έκανε να δούνε με συμπάθεια το δράμα της Ντουντούς. Ο κύριος Γιώργος, γνώστης της μεταφυσικής και μαγικής τέχνης και κάτοχος διπλώματος μέντιουμ και απόκρυφων υπερβατικών διδασκαλιών, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τις θεραπευτικές και μεταφυσικές του ικανότητες για να ξαναδώσει τη ζωή στον άψυχο Θανασάκη. Ζήτησε δε και τη βοήθεια και συμπαράσταση του Τόλη στο δύσκολο αυτό έργο. 
Ο κύριος Γιώργος οπλίστηκε με όλη την εσωτερική του δύναμη και βαστώντας σφιχτά το χέρι του Τόλη, χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού της Ντουντούς. Ζήτησαν από τη νέα να εγκαταλείψει το προσφιλές αλλά νεκρό σώμα για ένα σαρανταοκτάωρο, για να της το παραδώσουν κατόπιν ζωντανό και σφριγηλό. Με πολλή δυσπιστία η Ντουντού πείσθηκε, ο κύριος Γιώργος έκλεισε την πόρτα και τα παράθυρα του μεγάλου δωματίου, έμεινε μόνος με τον Τόλη και το σώμα του Θανασάκη, και όλες οι διαδικασίες της αναζωογόνησης έγιναν με τον πιο κατάλληλο τρόπο. 
Μετά την πάροδο σαρανταοκτώ ωρών ακριβώς, ο κύριος Γιώργος ξάπλωσε κατάκοπος στη αγκαλιά του Τόλη, και ο Θανασάκης ανοίγοντας τα μάτια, ανάπνευσε βαθειά και φώναξε όλο απορία: "Αλλοίμονο, πού άραγε βρίσκομαι;" 
Η Ντουντού στο άκουσμα της αγαπημένης φωνής σκίρτησε. ’νοιξε με ορμή την πόρτα και έτρεξε στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Εκείνος ξαφνιασμένος, θορυβήθηκε αισθανόμενος για πρώτη φορά μια γυναίκα να τον καλύπτει με φιλιά, και αντέδρασε βίαια. Με μια απότομη κίνηση απελευθερώθηκε από την αγκαλιά της και πετάχτηκε όρθιος, ρίχνοντάς την άτυχη ερωτευμένη στο πάτωμα. Εκείνη τη στιγμή αντίκρυσε το αγκαλιασμένο ζευγάρι που είχε προχωρήσει σε τολμηρούς εναγκαλισμούς και χάδια και τον κοιτούσε με ευτυχισμένο χαμόγελο. Ο Θανασάκης έξαλλος από τη ζήλεια του για τον κύριο Γιώργο και θέλοντας να εκδικηθεί τον Τόλη που είχε προσπαθήσει να τον παραπλανήσει, άρπαξε ένα βαρύ σιδερένιο αγγείο, όρμησε προς τους δυο άνδρες και αιφνιδιάζοντάς τους, άρχισε να τους χτυπά με μανία. Κάτω από τα έκπληκτα και τρομαγμένα μάτια της Ντουντούς, οι δυο εραστές σωριάστηκαν αιμόφυρτοι στο δάπεδο. Αγκαλιασμένους τους βρήκε ο θάνατος μετά τους τελευταίους τους σφαδαγμούς, και ο στυγερός ανώμαλος δολοφόνος κοίταξε με αηδία τη Ντουντού. "Σιχαμένη γυναίκα" της φώναξε, "εξ αιτίας σου έχασα τον μοναδικό άνθρωπο που αγάπησα στη ζωή μου, έγινες η αιτία να κάνω αυτό το φονικό, με κατέστρεψες, αλλά η ζωή μου πια δεν έχει νόημα κανένα χωρίς το Γιώργο μου τον αγαπημένο" συνέχισε με φωνή που τη διέκοπταν γοεροί λυγμοί. "Πώς είναι δυνατόν να φανταστείς ότι ποτέ θα σου επέτρεπα να με αγκαλιάσεις και να με λερώσεις με τα βρωμερά φιλιά σου, άθλια;". Και με τα λόγια αυτά χτύπησε άγρια πολλές φορές το κεφάλι του με το ματωμένο αγγείο, μέχρι που έπεσε κάτω νεκρός. 
Ανάμεσα στα τρία ανδρικά πτώματα και την τρομερή οσμή του αίματος, η δύστυχη Ντουντού αισθάνθηκε το μυαλό της να σαλεύει. Τα νεύρα της τεντώθηκαν και με ένα ξαφνικό ξέσπασμα έβγαλε μια απελπισμένη, εκκωφαντική, άναρθρη κραυγή. Ήταν τόσο δυνατή που τα ακουστικά της τύμπανα και τα εγκεφαλικά της αγγεία έσπασαν και αίμα πετάχτηκε με ορμή από τα αυτιά, τη μύτη και τα μάτια της. Η κραυγή εξασθένισε σιγά σιγά και έσβησε, αλλά το αίμα συνέχιζε να ρέει άφθονο αδειάζοντας από κάθε ζωή το σώμα της που πια κειτόταν άψυχο ανάμεσα στα νεκρά κορμιά των τριών άτυχων ανδρών. 
επόμενο ανέμελο