Η Μαριλού και
η πεταλούδα
|
![]() |
||
Η νύχτα έπεσε βαρειά, ήχος ουδείς στους δρόμους. Της ψυχής οι αβάσταχτοι λυγμοί ταράζουνε τα ασάλευτα δέντρα. Στάλες λάσπης έπεφταν από τα σκοτεινά δώματα του μολυβιασμένου ουρανού. "Ακριβώς αυτό που μου αρέσει" φώναξε ενθουσιασμένη η Μαριλού και άρχισε χαρωπή να πηδάει από παρτέρι σε παρτέρι. Πατούσε άτσαλα τα ανθισμένα κοτσάνια των καχεκτικών λουλουδιών. Τα βρώμικα φύλλα της χάιδευαν το πράσινό της πρόσωπο. Τα κίτρινα μαλλιά της λαμπύριζαν στο σκοτάδι. Αίφνης αναρρίγησε σύγκορμη. Μια μικρή πεταλούδα πεσμένη στο χώμα πάλευε απεγνωσμένα να γλυτώσει από το αποτρόπαιο σφίξιμο ενός κόκκινου σκουληκιού. Με ορμή η Μαριλού χύμηξε στο σημείο της μάχης. Με τα αδύναμα χάρια της χτυπούσε με μανία την πλάτη του σκουληκιού ώσπου εκείνο πληγωμένο αποσύρθηκε στη φωλιά του κάτω από τους θάμνους. "Σ'ευχαριστώ" ψέλλισε η μικρή πεταλούδα που η ανάσα της ακουγόταν ακόμα βαρειά. "Με έσωσες από αυτό το απαίσιο ερπετό. Η υπόλοιπη ζωή μου σου ανήκει. Είμαι δικιά σου." Η Μαριλού έπιασε απαλά τα φτερά της πεταλούδας και με μια ξαφνική κίνηση τα τράβηξε απότομα. "Μη, πονάω" έκανε λυπητερά η πεταλούδα. Ήταν και τα τελευταία λόγια που είπε γιατί από τον αβάσταχτο πόνο της κόπηκε η λαλιά, άλλωστε και η τελευταία της πνοή δεν άργησε να βγει. Η Μαριλού σήκωσε ψηλά τα ξεκολλημένα φτερά και με περιφρόνηση κλώτσησε το άψυχο κορμό της πεταλούδας που έγινε ένα με τις πέτρες. Κατόπιν έψαξε με μανία κάτω από τους θάμνους. Ανακάλυψε εύκολα τη φωλιά του σκουληκιού και το έσυρε δια της βίας κοντά της. Από την πολύχρωμη τσέπη της έβγαλε μια ισχυρή κολλητική ουσία. Στερέωσε τα φτερά της άτυχης πεταλούδας στο κεφάλι του σκουληκιού και τα κόλλησε γερά με τέχνη. "Έτσι προσπαθώ να διορθώνω τις αδικίες της φύσης, γιατί άραγε να μη σε είχε κάνει κι εσένα με φτερά;" είπε και ευτυχισμένη συνέχισε να πηδά ανέμελη στο λασπωμένο κήπο. Τι απέραντες χαρές μπορεί να προσφέρει μια νύχτα! |
|||