Χαρούμενες διακοπές στη θάλασσα
 
  
Η Πολυξένη χαρούμενη έτρωγε ένα χαρούπι. 
Ο Επαμεινώνδας την κοιτούσε εκστατικά. 
Ο Κλεάνθης αφοσιωμένος στο κέντημά του σιγοτραγουδούσε. 
Ο ήλιος περνούσε ανάμεσα από τα φύλλα της μπανανιάς και σιγόψηνε τα γυμνά τους σώματα. Από μακριά πλησίαζαν ο Διαγόρας με τη Λιλίκα και τη Σιμόνη. Η Λιλίκα φορούσε ένα μεγάλο καπέλο ενώ η Σιμόνη είχε σκεπάσει το κεφάλι της με μια παχουλή πετσέτα για να προστατευτεί από τον καυτό ήλιο. 
Μόλις οι φίλοι συναντήθηκαν η Πολυξένη αγκάλιασε τη Λιλίκα και τη Σιμόνη και τις φίλησε στα μάγουλα. Ο Διαγόρας χαιρέτησε ψυχρά τον Κλεάνθη και εγκάρδια τον Επαμεινώνδα. Τον Κλεάνθη και το Διαγόρα τους χώριζε μια παλιά παρεξήγηση, τότε που ο Διαγόρας είχε προσφέρει μια μπανάνα στην Πολυξένη αλλά εκείνη είχε προτιμήσει το σουβλάκι που της είχε δώσει ο Κλεάνθης. Για να εξομαλύνει κάπως την κατάσταση, η Πολυξένη ξάπλωσε, γύρισε τη γυμνή της πλάτη προς το Διαγόρα και του γύρεψε να την αλείψει με αντηλιακό. Ο Επαμεινώνδας όμως πρόλαβε την επιθυμία της Πολυξένης και με τρεμάμενα χέρια άρχισε να της πασαλείβει την πλάτη. Στην ταραχή του επάνω άδειασε όλο το μπουκάλι στην πλάτη της κοπέλας και προσπαθούσε να απλώσει το γλιτσερό υγρό και χαμηλότερα από την πλάτη. Όταν όμως τα δάχτυλά του πλησίασαν την ονειρεμένη της σχισμή, αναστενάζοντας λιποθύμησε. Η Πολυξένη πασαλειμμένη και αρκετά εκνευρισμένη από την αδεξιότητα του Επαμεινώνδα, πετάχτηκε ορθή και δήλωσε άγρια ότι θα πήγαινε να κολυμπήσει. Το κρύο νερό της θάλασσας τη δέχτηκε με χαρά. Κολυμπούσε υπέροχα και πολύ σύντομα είχα φτάσει στα πολύ βαθειά. Η Σιμόνη και η Λιλίκα έτρεξαν κι αυτές προς τη θάλασσα και άρχισαν να κολυμπούν για να προλάβουν την Πολυξένη. Αίφνης ένα τεράστιο μπαρμπούνι ανασύρθηκε από το βυθό και δάγκωσε ελαφριά τον αστράγαλο της Πολυξένης. Ξαφνιασμένη εκείνη από την πρωτόγνωρη αίσθηση έβγαλε μια απελπισμένη κραυγή. Οι δυο φίλες που δεν βρίσκονταν πολύ μακριά, ακούγοντας τη φωνή τρόμαξαν νομίζοντας ότι κάτι πολύ σοβαρό είχε συμβεί. Με ταχύτητα πλησίασαν την Πολυξένη, την άρπαξαν από τα μαλλιά και άρχισαν να την τραβούν κολυμπώντας προς την ακρογιαλιά. 
Ο Διαγόρας και ο Κλεάνθης συμφιλιωμένοι μπροστά στον λιπόθυμο Επαμεινώνδα προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν δίνοντάς του δυνατά χαστούκια. Τη στιγμή που ο Επαμεινώνδας με κατακόκκινα μάγουλα από το ξύλο, συνήλθε από τη λιποθυμία του και άνοιξε τα μάτια, αντίκρυσε την Πολυξένη που μόλις είχε βγει στη στεριά. Ευθύς ξαναλιποθύμισε ψελλίζοντας το όνομα της Πολυξένης. Ο Διαγόρας έκοψε ένα χοντρό κλαδί από ένα κοντινό δέντρο και έξαλλος άρχισε μ'αυτό να χτυπά το λιπόθυμο Επαμεινώνδα, ο οποίος ταχύτατα επανήλθε στη φυσιολογική κατάσταση. Οι πόνοι όμως που αισθανόταν ήταν αφόρητοι. Η Πολυξένη και οι άλλες κοπέλες ήρθαν κοντά στους τρεις άντρες. Έντρομες είδαν την απελπιστική κατάσταση του Επαμεινώνδα, και αντιδρώντας βίαια άρχισαν να πετροβολούν τον Κλεάνθη και το Διαγόρα. Μια πέτρα πέτυχε το Διαγόρα στη μύτη και αμέσως τα αίματα έβαψαν την άμμο. Μια άλλη πέτρα χτύπησε τον Κλεάνθη στον αγκώνα κι άλλη μια στο μέσο της σπονδυλικής του στήλης που έσπασε σαν τρυφερός μίσχος παπαρούνας. Παράλυτος σερνόταν στο έδαφος ζητώντας τη λύτρωση από τους τρομερούς πόνους και η Λιλίκα του έδωσε τη χαριστική βολή με ένα εντυπωσιακό χτύπημα καράτε στην καρωτίδα. Βλέποντας ο Διαγόρας το φίλο του νεκρό, ξεχνώντας εντελώς την παλιά τους παρεξήγηση, ρίχτηκε με ένα γοερό λυγμό πάνω στο άψυχο σώμα και έκλαψε πικρά. Οι τρεις νέες, μεταμελημένες γονάτισαν πλάι ζητώντας από το Θεό συγχώρηση για το τρομερό κρίμα που μόλις είχαν διαπράξει. Συγχώρηση όμως δεν ήρθε καμιά, αλλά η θεία τιμωρία σήκωσε ένα τεράστιο κύμα που παρέσυρε τη Λιλίκα και τη Σιμόνη στο βυθό της θάλασσας και αυτοστιγμή πνίγηκαν. Ο Επαμεινώνδας κουτσαίνοντας πλησίασε το Διαγόρα και την Πολυξένη λέγοντάς τους ήπια: "Εμπρός, πάμε να καθαρίσουμε τα τραύματά μας, να τα περιποιηθούμε και ας συνεχίσουμε τις διακοπές μας κάτω από τις ανθισμένες μπανανιές." 
Και πράγματι έτσι έγινε. Το δυσάρεστο περιστατικό ξεχάστηκε γρήγορα και η ηρεμία ήρθε ξανά να φωλιάσει στις ανέμελες ψυχές των τριών φίλων που συνέχισαν την ηλιοθεραπεία τους στον καυτό και απειλητικό για το μέλλον τους ήλιο του καλοκαιριού. Η θεία δίκη όμως δεν ξεχνά. Μετά από τρία χρόνια πέθαναν και οι τρεις από καρκίνο του δέρματος που οφειλόταν στην απροσεξία και στη μη τήρηση των οδηγιών για τις ώρες που πρέπει να μένει κανείς εκτεθειμένος στον ήλιο. 
επόμενο ανέμελο