Η αηδία του
χαρτιού
|
![]() |
||
Κοίταξε με φρίκη στο τραπέζι. Δεν τολμούσε να πλησιάσει. Κάποιος έπρεπε να τα πάρει το συντομότερο από εκεί και βρισκόταν μόνη της στην τεράστια κουζίνα. Αισθανόταν ένα πνίξιμο στο λαιμό και η φωνή της δεν έβγαινε από το στόμα της. Προσπάθησε να φύγει αλλά τα πόδια της είχαν κολλήσει στο πλαστικό δάπεδο. Ένα απαίσιο λάθος, ή μήπως κάποιος το είχε κάνει επίτηδες; Γιατί είχαν μείνει εκείνα τα χαρτομάντηλα πάνω στο λινό τραπεζομάντηλο; Καταβάλλοντας μιαν υπεράνθρωπη προσπάθεια κατάφερε να τραβήξει τα μάτια της από το αηδιαστικό θέαμα των λευκών χαρτιών. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά καθώς έτρεξε έξω από το δωμάτιο. Σιγά σιγά ξαναβρήκε την ηρεμία της και άρχισε να βάζει σε τάξη τις σκέψεις της. Αυτό που της συνέβαινε τους έντεκα τελευταίους μήνες ήταν τρομερό και καθόλου πρακτικό. Όχι μόνο δεν μπορούσε να αγγίξει αλλά ούτε καν δεν της ήταν δυνατόν να αντικρύσει χαρτί. Και η σκέψη ακόμα του χαρτιού τής προκαλούσε οδύνη. Και αλλοίμονο το χαρτί ήταν κάτι που πάντα υπήρχε στην καθημερινή της ζωή. Στο σπίτι της είχε κατορθώσει να εξαφανίσει όλα τα χάρτινα είδη, αλλά έξω από το σπίτι; ένα λάθος από κάποιον όπως έτυχε σήμερα; Δεν διάβαζε πια, είχε χαρίσει όλα της τα βιβλία, χρησιμοποιούσε πια πάνινες πετσέτες, μαντήλια. Το πιο δύσκολο ήταν στην τουαλέτα, που αναγκαζόταν μια φορά την εβδομάδα να πλένει όλα τα σεντόνια που κομμένα σε ομοιόμορφες ρίγες είχε τοποθετήσει στη θέση του ρολού. Είχε αλλάξει δουλειά, είχε αφήσει το διαφημιστικό γραφείο και δούλευε σε ένα μηχανουργείο όπου δεν ερχόταν σε επαφή με το αποκρουστικό υλικό. Μια σοβαρή δυσκολία που αντιμετώπιζε ήταν οι χρηματικές της συναλλαγές. Έπρεπε ο μισθός της να είναι σε κέρματα και φυσικά δεν ήταν καθόλου απλό να ανεβάσει όλο εκείνο το κασόνι με τα τετρακόσια πενηντάρικα και τα πεντακόσια εικοσάρικα ως τον τέταρτο όροφο που έμενε. Δεν μπορούσε βέβαια να μπει στο ασανσέρ όπου θα ήταν αναγκασμένη να κλειστεί σ'ένα τόσο μικρό χώρο μαζί με τον κατάλογο των κοινοχρήστων που μόνιμα ήταν κολλημένα πάνω στον καθρέφτη. Είχε ακόμα χάσει μια από τις μεγαλύτερές της χαρές, ποτέ πια δεν θα μπορούσε να παίξει χαρτιά με τους φίλους της ούτε και να τους πετάει χαρτοπόλεμο που με τόσο ενθουσιασμό συνήθιζε να κάνει. Από πότε είχε ξεκινήσει αυτό το κακό; Δεν ήταν πολύ σίγουρη, ήταν κάτι που γινόταν σιγά σιγά. Η αποστροφή της φάνηκε πρώτα προς τα σχέδια που με τόση τέχνη έκανε, μετά πέρασε στα χαρτομάντηλα της μύτης και στο τέλος αντιπάθησε τα χρήματα επειδή η ίδια δεν είχε καθόλου. Η χαριστική βολή ήταν εκείνη την ημέρα που άνοιξε το πορτοφόλι της και το αντίκρυσε κενό. Μετά από απεγνωσμένο ψάξιμο στις πάμπολλες θήκες της τεράστιας τσάντας της, ανακάλυψε μονάχα τα υπολείμματα ενός σκισμένου κατοστάρικου άχρηστα για οποιαδήποτε χρήση. Σφαδάζοντας σωριάστηκε στο τσιμεντένιο δάπεδο της αυλής και με σπαρακτικές κραυγές χτυπούσε με το κεφάλι της τα κόκκινα τούβλα στο παρτέρι. Κάποιος περαστικός την βρήκε αργά το απόγευμα αιμόφυρτη να σέρνεται στο δρόμο. Αναγκάστηκε να μείνει στο νοσοκομείο για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και όταν πια έγινε καλά από τα τραύματα στο κεφάλι της, ήταν για πάντα, όπως φαίνεται, άρρωστη μ'αυτή την ιδιότυπη ασθένεια. |
|||