Οι έρωτες της Ζαφειρούλας
 
  
"Εμπρός παιδιά, πάμε για κολύμπι" φώναξε με χαρά ο Υάκινθος. Η παρέα με γέλια έτρεξε και τσαλαβούτησε στα γαλανά νερά. Η Ζαφειρούλα με την Αλκμήνη παίζανε με μια πολύχρωμη μπάλα, ενώ ο Χρυσόστομος συναγωνιζόταν με το Μιχαλάκη ποιος θα κάνει το πιο μακρινό μακροβούτι. Η Τιτίκα καθόταν μόνη της στα ρηχά και πετούσε βοτσαλάκια στη θάλασσα. Ο Υάκινθος κολυμπούσε ήδη στα πολύ βαθειά νερά. Εκτός από την αγαπημένη παρέα, κανείς άλλος δεν βρισκόταν στην έρημη και γραφική ακρογιαλιά. Ο ήλιος ήταν λαμπρός και ο ουρανός καθαρός χωρίς ούτε ένα σύννεφο. Τα σύννεφα υπήρχαν μόνο στις ψυχές των φαινομενικά αγαπημένων και ταιριαστών φίλων. Ο Χρυσόστομος αν και ήταν αρραβωνιασμένος για είκοσι χρόνια με τη Ζαφειρούλα, μόλις πριν από ένα χρόνο αποφάσισε να χωρίσουν και παντρεύτηκε την Αυρηλία, διατηρώντας προς τη Ζαφειρούλα αισθήματα οίκτου και ειρωνείας. Εκείνη πάλι, παρόλο που έδειχνε αδιαφορία για το χωρισμό τους, βαθειά μέσα της μισούσε την Αυρηλία και εξακολουθούσε να αγαπά τον Χρυσόστομο. Ο Υάκινθος, χρόνια ερωτευμένος με την Τιτίκα, πάθαινε συχνά νευρικές κρίσεις, γιατί μετά την ασθένεια της Τιτίκας, εκείνη δεν δέχτηκε να συνεχίσουν τις σχέσεις τους. Παρέμενε ωστόσο η φιλική της στάση προς τον Υάκινθο και η συνεχής προτροπή της προς αυτόν να δημιουργήσει νέες σχέσεις και νέους δεσμούς. Και ο τελευταίος της παρέας, ο Μιχαλάκης, ο νεότερος στην ηλικία, είχε πάντα την ελπίδα ότι ο Υάκινθος θα ξεπερνούσε τον καταδικασμένο έρωτά του προς την Τιτίκα και θα ανταποκρινόταν στο δικό του ασίγαστο έρωτα. Όταν ο Μιχαλάκης εξομολογήθηκε στον Υάκινθο τα αισθήματά του, κατ'αρχήν αντιμετώπισε την άρνηση και την ειρωνεία, αλλά στη συνέχεια ο Υάκινθος δέχτηκε τη φιλία του Μιχαλάκη και παρόλο που περιοδικά είχαν μια υποτυπώδη σεξουαλική επαφή, ποτέ δεν του έδωσε ελπίδες για μια μονιμότερη σχέση. Ο Μιχαλάκης εντούτοις ήταν ικανοποιημένος έστω και με τα ψυχία αυτά, και δεν θεωρούσε την Τιτίκα υπεύθυνη για την κατάσταση, εφόσον εκείνη πάντα μεσολαβούσε προς όφελός του με τον Υάκινθο. Κατά βάση ο Υάκινθος είχε προτίμηση στις γυναίκες και κατά τη διάρκεια μιας νευρικής του κρίσης, προσπάθησε να δημιουργήσει δεσμό με τη Ζαφειρούλα. Εκείνη του είχε δώσει θάρρος, αλλά κατάφερνε και τον κρατούσε και σε μια σχετική απόσταση. Τα αισθήματά της προς τον Χρυσόστομο και την Αυρηλία την εμπόδιζαν να δημιουργήσει μια καινούργια και υγιή σχέση και αυτό που την ευχαριστούσε ήταν να προκαλεί χωρίς τελικά να ενδίδει, κάνοντας τους άλλους να αισθάνονται την ίδια εγκατάλειψη που αισθανόταν και η ίδια. Με τη συμπεριφορά της αυτή η Ζαφειρούλα είχε δημιουργήσει αισθήματα μίσους στο Μιχαλάκη ο οποίος με κάθε τρόπο προσπαθούσε να την κατηγορήσει στον Υάκινθο. Η Τιτίκα βυθισμένη στην ανίατη μελαγχολία που ήταν αποτέλεσμα της στείρωσης που είχε υποβληθεί, διέκρινε τη βαθειά απογοήτευση που κρυβόταν πίσω από την προκλητική συμπεριφορά της Ζαφειρούλας και αναγνώρισε στο πρόσωπό της κάποιον εξίσου δυστυχή με την ίδια. Αυτό την έκανε σιγά σιγά να αισθανθεί μια περίεργη έλξη προς τη Ζαφειρούλα. Ο Χρυσόστομος και η Αυρηλία δεν είχαν αντιληφθεί τίποτα από τα περίεργα αισθήματα και διαθέσεις των υπόλοιπων, καθώς η μεν Αυρηλία ήταν ανόητη ο δε Χρυσόστομος επιπόλαιος και ονειροπαρμένος. Η εκρηκτική αυτή κατάσταση προσπαθούσε να απαλύνει κάτω από τις καυτές ακτίνες, που όμως έκαναν πιο έντονα τα πάθη των ηρώων της θλιβερής αυτής ιστορίας. Έτσι εκείνο το πρωινό ενώ η Ζαφειρούλα κατάκοπη από το παιχνίδι της με την Αυρηλία ξάπλωσε στην απαλή άμμο να ξεκουραστεί, η Τιτίκα την πλησίασε και ξαπλώνοντας δίπλα της άρχισε να της χαϊδεύει τη γυμνή της πλάτη. Με επιτιμητικό και απορημένο ύφος γύρισε και την κοίταξε η Ζαφειρούλα. "Τι συμβαίνει ακριβώς;" ρώτησε άγρια. "Δεν ωφελεί πλέον να το κρύβω, σε αγαπώ τρελά" δήλωσε η Τιτίκα. Κολακευμένη η Ζαφειρούλα τράβηξε στην αγκαλιά της την Τιτίκα και άρχισε να τη φιλά με πάθος. "Αίσχος" φώναξε ο Υάκινθος μόλις αντίκρυσε τον εναγκαλισμό. "Είναι το μόνο που απομένει σε μια στείρα γυναίκα" απάντησε θαρραλέα η Τιτίκα. Έξαλλος όμως εκείνος όρμησε ανάμεσά τους να τις χωρίσει. Με τα νύχια τον έδιωξε η Ζαφειρούλα ενώ η Τιτίκα του δάγκωσε με λύσσα το χέρι (ημιτελές) 
επόμενο ανέμελο