Η
άχαρη αρκούδα προσπαθούσε μάταια να κρυφτεί πίσω από τις κολώνες
και τα μαδημένα δέντρα. Καταλάβαινε τον κόσμο που την κοίταζε περιφρονητικά.
Ορισμένοι γελούσαν κοροϊδευτικά και άλλοι αποτραβιόντουσαν με
αηδία.
Όσο περισσότερο αισθανόταν η αρκούδα τα μάτια που παρακολουθούσαν
τις αντιδράσεις της, τόσο περισσότερο σάστιζε και ντρεπόταν και τόσο
πιο
άτσαλες γινόντουσαν οι κινήσεις της. Παραπατούσε και έπεφτε πάνω
στις κολώνες που με δυνατό θόρυβο έσπαζαν σε χίλια κομμάτια, σκουντουφλούσε
πάνω στα δέντρα που θρυμματιζόντουσαν, και έμενε χωρίς μέρος
να κρυφτεί,
εκτεθειμένη στα εχθρικά βλέμματα. Μέσα στον πανικό της έπεσε
στο έδαφος, με την ελπίδα ότι έτσι δεν θα φαινόταν και προσπάθησε έρποντας
να φύγει
μακριά. Ανόητη, δεν σκέφτηκε ότι δεν χωρούσε να περάσει κάτω
από το φράχτη, και παγιδευμένη εκεί, κατουρήθηκε από τη ντροπή της.
Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει, σκέφτηκε και έψαξε τριγύρω να βρει τροφή.
Όμως οι καρποί είχαν σαπίσει, τα ζωύφια είχαν εξαφανιστεί.
Τίποτα, πουθενά.

