Όταν
το φυτό πέθανε, οι δολοφόνοι μετάνοιωσαν. Όχι τόσο από τη λύπη
τους για το χαμό του φυτού -αφού δεν τον κατάλαβαν καν- αλλά
από την ενόχληση
που τους προκαλούσε η φρικτή δυσοσμία των σάπιων φύλλων και η
καταστροφή των παρτεριών από τις δηλητηριασμένες ρίζες που εκδικητικά
είχαν απλωθεί
παντού.
Τα χόρτα έβρασαν.
Τα βλήτα νερούλιαζαν.
Το ζουμί τους μύριζε απαίσια.
Το πράσινο χρώμα του τραβούσε τις βρωμούσες που πετούσαν ανέμελα
τριγύρω.
Τραγουδώντας μαζεύτηκαν γύρω από το καζάνι που άχνιζε.
Και τότε πνίγηκαν όλες από τον καυτό αχνό.
Τα πτώματά τους έπεσαν μέσα στο βραστό ζουμί και μπερδεύτηκαν με
τα βλήτα.
Όλα μαζί έβρασαν και έγιναν μια υπέροχη λαχταριστή νοστιμιά.
Με βουλιμία ο νέος άρχισε να τρώει.
Ένα χρόνο μετά και το φυτό μάδησε.
Στην αρχή είχε κιτρινίσει, μετά αδυνάτισε και πρήστηκε υπερβολικά
σε ορισμένα σημεία του κορμού του. Στη συνέχεια άρχισε να ξεραίνεται
και να εκπέμπει μια δηλητηριώδη μυρωδιά που σκότωνε τις πεταλούδες
και τις μύγες που το άγγιζαν. Σιγά σιγά το δηλητήριο της μυρωδιάς
έγινε δυνατότερο
και κανένας δεν τολμούσε να πλησιάσει το φυτό.
Στο τέλος το φυτό
μάδησε. Αποκρουστικό, δηλητηριώδες, με τις ξερές φλούδες πάνω
του και γύρω του,
μόνο του μέσα στο μαύρο χώμα που είχε νεκρωθεί πια, τρεφόταν
από το δηλητήριο που το ίδιο δημιουργούσε και από τα πτώματα των
άλλων φυτών και των εντόμων
που σάπιζαν δίπλα του. Παρέμενε ωστόσο στη θέση του, θανατηφόρο
και επικίνδυνο, περιμένοντας πεισματικά και ανόητα εκείνο
τον κηπουρό που είχε κατορθώσει τότε
να ζωντανέψει τη νεκρή ορτανσία. Μόνο με τη βοήθεια και τη φροντίδα
του θα γινόταν ξανά ένα ζωντανό και ωραίο φυτό, μόνο
τότε
θα σταματούσε
να εκπέμπει το φοβερό του δηλητήριο, μόνο τότε θα σταματούσε
να σκοτώνει.

