Μια αποφασιστική και
αποτελεσματική ενέργεια.
Για πρώτη φορά. Δραστική και τελειωτική.
Ένα μελετημένο και καλοσχεδιασμένο πρόγραμμα για να κατορθώσει επιτέλους
κάτι τέλειο, ολοκληρωμένο, για να σταματήσει να διαιωνίζεται αυτό το ανόητο
παιχνίδι και η συνεχής αναβολή και ελπίδα για το τίποτα.
Η απόφαση του θανάτου:
Στην πραγματικότητα ήταν ήδη πεθαμένη εδώ και πολύ καιρό. Ίσως ήδη
από τον καιρό που γεννήθηκε. Όταν άρχισε να το υποψιάζεται, αντέδρασε με
την απόρριψη της ζωής, με άρνηση για τα γνωστά και κοινά, με μια γενική
και αόριστη τάση απαισιοδοξίας, με περίεργες εμμονές και προσκολλήσεις,
με κατά καιρούς έντονη αφοσίωση και δραστηριότητα σε αντικείμενα και σκοπούς
που όμως σύντομα αποκάλυπταν τη γνωστή εκ των προτέρων ανύπαρκτή τους βάση
με αποτέλεσμα τη συνεχή διαγραφή στόχων και επιδιώξεων, και με μια καταστρεπτική
ειρωνεία και σαρκασμό για καθετί που ήταν εφικτό για τους ζωντανούς και
ανέφικτο για την ίδια.
Κάποτε όμως εξαντλήθηκαν οι φτιαχτοί πιθανοί στόχοι και σκοποί, όπως
και η διάθεση αυτοσαρκασμού και υπεκφυγής.
Τότε ήρθε η ώρα του ονείρου, η ώρα της φυγής, η ώρα της φαντασίας,
η ώρα της πραγματικής επιθυμίας, η ώρα της ανάγκης να δοκιμάσει τη
ζωή που όλοι είχαν αλλά εκείνη ποτέ της δεν είχε, όμως πια ήταν αργά και
ανάποδα,
τόσα χρόνια ζούσε στο τίποτα και μακριά από τη ζωή -τώρα θα έπρεπε
στο τίποτα να είναι η ζωή, και στο υπόλοιπο, στη ζωή τι; Τι θα μπορούσε
να
έχει στη ζωή; Τίποτα, είναι η μόνη απάντηση.
Αυτό το τίποτα είναι ο θάνατος στη ζωή. Πρέπει να σκοτώσει τη ζωή
αυτή.
Όχι μόνο την επιφάνειά της αλλά και την ουσία της. Να μη μείνει τίποτα
από αυτή την άχρηστη περιπέτεια. Να εξαφανιστούν τα πάντα.
Μεθοδικά και σχολαστικά ξεκίνησε σκίζοντας ένα ένα όλα τα βιβλία
και όλες τις σημειώσεις για αλήθεια που κάποτε μπορούσε να πιστεύει, και
με εκδικητική χαρά τα είδε να καίγονται ολοκληρωτικά στη χαριτωμένη φωτιά
που άναψε στο μπαλκόνι της. Όταν σιγουρεύτηκε ότι υπήρχαν μόνο στάχτες,
τις έβρεξε και τις μάζεψε με το φαράσι σε μια υπέροχη μαύρη σακούλα σκουπιδιών.
Στη συνέχεια πήρε το σφυρί και με προσοχή για να μην της ξεφύγει τίποτα
έσπασε όλους εκείνους τους δίσκους και τις μουσικές που ζήσανε μαζί της
όλα αυτά τα νεκρά χρόνια. Ας μη πεθάνει τουλάχιστον ο Μπαχ, είχε ευχηθεί
τότε, τώρα όμως δεν θα πρέπει να μείνει τίποτα ζωντανό δικό της, ούτε ο
Μπαχ. Οι γάτες κοιτούσαν με απορία χωρίς να αντιλαμβάνονται ακριβώς τι
συμβαίνει, νιαούριζαν όμως επίμονα. Επόμενο στη σειρά ήταν εκείνο το καταπληκτικό
μηχάνημα που είχε κατορθώσει να τη διατηρήσει σε επικοινωνία και ελπίδα
τα θαυμαστά τελευταία τρία χρόνια, και επίσης καταπληκτικός ήταν ο θόρυβος
και η εκτίναξη των εξαρτημάτων του τη στιγμή που το σφυρί ανεβοκατέβαινε
με μανία πάνω του. Όσο για τα ίχνη που υπήρχαν στα τετράγωνα πλακέ δισκάκια
εξαφανίστηκαν σίγουρα καθώς με την κόκκινη τανάλια τα άνοιγε το ένα μετά
το άλλο σε δυο ή περισσότερα κομμάτια.
Μετά από αυτά έψαξε παντού, σε όλο το σπίτι, σε κάθε ράφι και συρτάρι
για ίχνη που ίσως θα μαρτυρούσαν την κάποτε ύπαρξή της. Και φυσικά βρέθηκαν
τα ανάποδα κάδρα, τα σχέδια στο ντουλάπι, τα κρεμασμένα στους τοίχους,
τα ενθυμήματα, έσπασε τα τζάμια όπου υπήρχαν και αφού έκοψε τα ζωγραφισμένα
χαρτιά με το κοπίδι και έσπασε με το σφυρί ό,τι δεν μπορούσε να κοπεί,
τα ανάμιξε με τα σκατά των ζώων που κοσμούσαν το μπαλκόνι.
Τελευταίο έμενε το καφετί ντοσιέ. Μια νέα φωτιά μόνο γι’ αυτό, για
να εξαφανιστεί το φως στη φωτιά, γιατί πια δεν θα χρειαζόντουσαν
οι επιθυμίες για το φως ούτε οι ελπίδες της για αυτό που γνώρισε
και δεν μπόρεσε να
το αποκτήσει. Στο μπαλκόνι υπήρχαν στάχτες, σκατά, τζάμια, σπασμένα
κομμάτια άχρηστων εξαρτημάτων και ενθυμημάτων, σακούλες σκουπιδιών
και στους διαλυμένους
βρώμικους τοίχους είχε απομείνει μόνο η μπλε αφίσα, τσαλακωμένη και
βρώμικη, να υποδηλώνει -αν κάποιος θα ήθελε να καταλάβει- το λόγο:
τη ζωή που δεν
έζησε.
Ο τελευταίος προσεκτικός έλεγχος στα πάντα την ικανοποίησε πλήρως
γι’αυτό και προχώρησε στις τελευταίες κινήσεις. Οι δυο γάτες με εμπιστοσύνη
και αφέλεια την πλησίασαν γουργουρίζοντας και πιάνοντάς τις από την
ουρά τις στριφογύρισε και τις εκσφενδόνισε όσο πιο μακριά μπόρεσε
στο δρόμο ή στις απέναντι πολυκατοικίες. Το πιο δύσκολο ήταν με την τρίτη
γάτα
που,
δύσπιστη και πονηρή, δεν θέλησε να έχει την ίδια τύχη, όμως δέχτηκε
να είναι σφιχτά κουρνιασμένη στην αγκαλιά της την ώρα που αποφασιστικά
πήδαγε
από το μπαλκόνι του τέταρτου ορόφου.

