Παραδόξως ο καθρέφτης έδειξε την εικόνα του.
Ίσως για να τον ειρωνευτεί, ίσως για να τον προβληματίσει.
Βρυκόλακας και κόκκινος ήταν κάτι απαράδεκτο
-ή μήπως δεν ήταν ούτε κάν βρυκόλακας;
Έξαλλος έσπασε τον καθρέφτη και κατάπιε τα κομμάτια του.
Με τη σκέψη του σκότωσε τις μύγες και τα σκουλήκια.
Το βλέμμα του δηλητηρίασε τους ζωντανούς και σάπισε τα χόρτα.
Ρούφηξε άπληστα το μαύρο ζουμί που έδιωχνε το προδοτικό κόκκινο
πασχίζοντας να γίνει βρυκόλακας φυσιολογικός.
Τα ποντίκια δεν τόλμησαν να πλησιάσουν,
από μακριά τα έβλεπε που χόρευαν τσαλαπατώντας στις λάσπες,
ζήλεψε το χορό τους και τον μίσησε μαζί.
Τρομαγμένος κι ο ίδιος από τις άθλιες επιθυμίες του,
χαμένος στις ανομολόγητες σκέψεις του
γεμάτος από τις φανταστικές του φαντασιώσεις
ο κόκκινος βρυκόλακας τόλμησε να βγει από τον τάφο του,
για να γυρέψει ανάμεσα στα ποντίκια,
το ποντίκι εκείνο που θα ήταν ικανό να αναγνωρίσει
στη μορφή του τρομερού κόκκινου ψεύτη βρυκόλακα
το μικρό τρελό και φοβισμένο φάντασμα
που προσπαθούσε να κρύψει στο ασφαλές και σκοτεινό του καταφύγιο
τα ίχνη που θα αποκάλυπταν τη φρικτή αλήθεια:
ότι δεν ήταν παρά ένα απλό αδύναμο κατακόκκινο κομμάτι αίμα,
αίμα από το πριν, αίμα από τότε που ακόμα «ζούσε»,
αίμα που δεν εκτέλεσε ποτέ το σκοπό του, αίμα ανίκανο,
αίμα που τώρα εκπρόθεσμα γυρεύει να ζωντανέψει, να ζήσει,
αίμα που εκδικείται και γίνεται η μπογιά του τρομερού ψεύτη βρυκόλακα.
Όμως κανένα ποντίκι δεν μπόρεσε να καταλάβει, κανένα δεν αναγνώρισε,
μόλις είδαν το βρυκόλακα φοβήθηκαν κι εξαφανίστηκαν όλα
και από μακριά, από ασφαλή τοποθεσία και σίγουρα, γελούσαν ανόητα.
Ο βρυκόλακας κρύφτηκε ξανά και τελειωτικά στον τάφο του
και συνέχισε να σκοτώνει τα σκουλήκια τις μύγες τα χόρτα,
έκανε δηλαδή ό,τι ο ίδιος μπορούσε
και κατάπινε με μανία το μαύρο ζουμί
με την ελπίδα ότι κάποτε θα κατόρθωνε να εξαφανίσει κάθε ίχνος κόκκινου,
κάθε ίχνος κατακόκκινου αίματος, κάθε ίχνος από το τρελό φάντασμα,
κάθε ίχνος που θα μαρτυρούσε εκείνο που δεν θα έπρεπε να υπάρχει.

