Η αφύπνιση της κατσαρίδας  
 

"Το παιχνίδι είναι χαμένο πριν ακόμα αρχίσει" είπε θλιμμένα η ανίκανη κατσαριδούλα και έκλαψε πικρά.
Τα βατράχια πηδούσαν γύρω της θριαμβευτικά. "Τι καλά, θα σε κρατήσουμε κοντά μας για πάντα" της τραγουδούσαν με κάποια χαιρεκακία. "Όμως θα προτιμούσα να είχα γνωρίσει και τις άλλες κατσαριδούλες που κολυμπάνε στο γυαλό, όπως και τα χαριτωμένα φιδάκια που λικνίζονται στην ανθισμένη ακρογιαλιά" τόλμησε να πει δειλά η Τζκγκμφ, χωρίς όμως να τολμά να πει ότι αυτό που είχε θελήσει περισσότερο από καθετί ήταν η μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα. "Όχι, αυτό το απαγορεύουμε αυστηρά. Δεν θα σου επιτρέψουμε ποτέ να φύγεις από δω" επέμεναν τα βατράχια συνεχίζοντας το χορό τους. "Δεν με ενδιαφέρει και τόσο τώρα πια, αλλά τουλάχιστον κλείστε την τρύπα, ας μην υπάρχει καμιά διέξοδος, δεν χρειάζεται γνώση ούτε πειρασμός, ας μείνω εδώ και τίποτα δεν έχει ιδιαίτερο νόημα, δεν με ενδιαφέρει πια, ας γίνει ό,τι θέλετε, αδιαφορώ, δώστε μου τις πράσινες τρίχες για να παίξω" ήταν η μονότονη και ανέκφραστη απάντηση της Τζκγκμφ.
Πριν από πολλές εικοσαετίες η Τζκγκμφ, μικρή και άπειρη ακόμα, είχε παρασυρθεί από ένα μεγάλο πράσινο βάτραχο και γοητευμένη από τα κολακευτικά του λόγια τον είχε ακολουθήσει ως το βάθος του υπονόμου. Μόλις πέρασαν την είσοδο, με πονηριά ο βάτραχος κλείδωσε την πόρτα και οδήγησε τη μικρή κατσαριδούλα στο σπίτι του. Εκεί ο μεγάλος βάτραχος αφού της έδειξε με καμάρι όλες τις ομορφιές και τα μυστικά του και τη γνώρισε σε όλα τα βατράχια που έμεναν εκεί, της δήλωσε ότι θα την κρατούσε κοντά του και ποτέ πια δεν θα την άφηνε να φύγει. Της παραχώρησε ένα θάλαμο και της χάρισε ένα μεγάλο τσουβάλι γεμάτο πράσινες τρίχες και πράσινα σπασμένα δόντια για να μπορέσει μ'αυτά να ασχοληθεί και να στολίσει το μέρος που θα έμενε για όλη την υπόλοιπη ζωή της.
Για πολλά χρόνια η Τζκγκμφ ενθουσιασμένη έπαιζε με τις τρίχες, έπλεκε μ'αυτές κοτσιδάκια και φυλαχτά, και έκοβε σε πολύ μικρά κομματάκια τα δόντια που τα στερέωνε με το σάλιο της πάνω στα φτερά της και θαύμαζε τα ωραία σχέδια που έφτιαχνε. Ο μεγάλος βάτραχος και όλα τα άλλα αγαπημένα βατράχια, που κάθε μέρα και γινόντουσαν και περισσότερα καθώς είχαν μια μεγάλη ευκολία στην αναπαραγωγή, κάθε πρωί έμπαιναν στο θάλαμο, την έπλεναν, μάζευαν τα δόντια και τις τρίχες και μετά της τραγουδούσαν για πολλή ώρα, μέχρι να φάει όλο το πράσινο σουσάμι και τα πράσινα παξιμαδάκια που της κουβαλούσαν από τον έξω κόσμο. Έτσι περνούσαν τα χρόνια και η Τζκγκμφ ζούσε ευτυχισμένη χωρίς να έχει μάθει τίποτα άλλο εκτός από τα παιχνίδια με τις αγαπημένες της τρίχες και τα δόντια.
Κάποτε όμως, κουρασμένη και ταλαιπωρημένη από ένα δυνατό πονοκέφαλο, την ώρα που τα βατράχια είχαν πάει να μαζέψουν φαγητό, ξεπρόβαλε από το θάλαμό της και άρχισε να περιπλανιέται άσκοπα μέσα στον υπόνομο. Ξαφνικά σταμάτησε φοβισμένη μπροστά σε μια τρύπα. Από την τρύπα αυτή ερχόντουσαν παράξενες και άγνωστες μυρωδιές και φωνές και κάτι άλλο πολύ δυνατό που την τύφλωνε, και περίεργη η μικρή κατσαρίδα προσπάθησε να δει και να μάθει τι συνέβαινε.
Και μέσα από την τρύπα είδε και στην αρχή δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν ένα άλλο μέρος διαφορετικό από το θάλαμό της και από ό,τι ήξερε μέχρι τότε, όπου πολλές άλλες κατσαρίδες χόρευαν ανέμελες και μάζευαν λουλούδια που με χάρη έδιναν στα πολύχρωμα φιδάκια που ήταν ξαπλωμένα και έπαιζαν με την άμμο. Μια μεγάλη όμορφη κόκκινη κατσαρίδα πλησίασε από την άλλη μεριά της τρύπας και έκανε νόημα στη Τζκγκμφ να την ακολουθήσει και να παίξει μαζί της, και η ομορφιά της κόκκινης κατσαρίδας μάγεψε τη Τζκγκμφ που τότε διαπίστωσε ότι ήταν κλειδωμένη και δεν μπορούσε ούτε ήξερε πώς θα μπορούσε να βγει από τον υπόνομο.
Και ξαφνικά όλα άλλαξαν για τη Τζκγκμφ.
Σε μια στιγμή κατάλαβε ότι τα βατράχια την είχαν παραπλανήσει και για να την κρατήσουν κοντά τους, δεν της είχαν δείξει ποτέ ότι υπήρχαν και άλλα χρώματα και άλλες μυρωδιές και άλλα πράγματα εκτός από τις τρίχες και τα σπασμένα δόντια. Ταραγμένη από την αποκάλυψη αυτή, έτρεξε γρήγορα πίσω στο θάλαμό της αποφασισμένη να ζητήσει από τα βατράχια την ελευθερία της.
Όταν όμως το επόμενο πρωί τόλμησε να μιλήσει και να αρνηθεί να φάει το πράσινο σουσάμι, τα βατράχια γέλασαν σατανικά και της είπαν με θράσος ότι η θέση της ήταν εκεί, ανάμεσα στις πράσινες τρίχες και τα πράσινα σπασμένα δόντια και ότι ποτέ δεν θα την άφηναν να φύγει, γιατί ο μεγάλος πράσινος βάτραχος που είχε πια πεθάνει είχε αφήσει τελευταία του παραγγελία, ποτέ η Τζκγκμφ να μη βγει από τον υπόνομο και τα βατράχια, πιστά στον παλιό αρχηγό τους, θα τηρούσαν πιστά την επιθυμία του. Και σαν επιβεβαίωση της απόφασής τους, τα βατράχια άρχισαν έναν άγριο χορό γύρω από την άμοιρη κατσαριδούλα, πιέζοντάς την να φάει, να συνεχίσει να πλέκει τα τρίχινα κοτσιδάκια και να παίζει με τα σπασμένα δόντια.
Όλα αυτά όμως δεν είχαν πια κανένα νόημα για τη Τζκγκμφ, που το μόνο που επιθυμούσε ήταν να βγει με τις άλλες κατσαρίδες και τα φιδάκια στην μυρωδάτη ακρογιαλιά και να παίξει με τη μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα που της είχε μιλήσει μέσα από την τρύπα και που την είχε αγαπήσει παράφορα.
Αλλά τι παιχνίδι να παίξει μαζί της; Η Τζκγκμφ το μόνο που ήξερε ήταν να πλέκει κοτσιδάκια, δεν ήξερε να μαζεύει λουλούδια, ούτε να κολυμπά, ούτε να μιλάει στα φιδάκια, δεν ήξερε καν να συνεννοηθεί με τη μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα και να της εξηγήσει την αγάπη της.
Έπρεπε όμως να κερδίσει χρόνο, γι'αυτό έφαγε το πράσινο σουσάμι, έπαιξε με τα πράσινα σπασμένα δόντια, και την επόμενη μέρα μόλις τα βατράχια έφυγαν, έτρεξε ξανά στην τρύπα να δει και να γνωρίσει το άγνωστο.
Η μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα ήταν τώρα ξαπλωμένη στην άμμο ανέμελη και μιλούσε με ένα χοντρό βάτραχο, τα υπόλοιπα βατράχια έπαιζαν με τα φιδάκια και τις υπόλοιπες κατσαρίδες, όλοι έδειχναν χαρούμενοι και γελαστοί, και η Τζκγκμφ μόνη της μέσα από την τρύπα έκλαιγε γιατί την είχαν εξαπατήσει, κανένας δεν ερχόταν κοντά της να τη βοηθήσει να βγει για να μιλήσει κι αυτή με τη μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα και να τη γνωρίσει καλύτερα. Και μέσα στη θλίψη της και την απόγνωση, η Τζκγκμφ φώναξε προς τη μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα κι εκείνη άκουσε και πλησίασε στην τρύπα. Όμως η Τζκγκμφ δεν ήξερε να μιλάει, δεν μπόρεσε να πει τίποτα, παρά μόνο το τραγούδι των βατράχων, και τα μάτια της δεν έδειξαν στη μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα την αγάπη και η μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα δεν κατάλαβε τίποτα και νευριασμένη ξαναπήγε να ξαπλώσει στην αμμουδιά.
Ντροπιασμένη από την ανικανότητά της η Τζκγκμφ έτρεξε να κρυφτεί στο θάλαμό της για να θυμάται τη μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα και να φαντάζεται ότι είναι μαζί της και ότι ξέρει να της μιλάει, πριν γυρίσουν τα βατράχια και ειρωνευτούν τις προθέσεις, τις επιθυμίες της και την αδυναμία της.
Όμως αυτά κατάλαβαν. Πονηρά και πράσινα όπως ήταν, διέκριναν τα πεσμένα φτερά της Τζκγκμφ, τα άπλεχτα κοτσιδάκια, τα πεταμένα σπασμένα δόντια και επέβαλαν απομόνωση ολοκληρωτική. Δεν θα έπρεπε να μένει πια η Τζκγκμφ μόνη της. Πάντα θα πρέπει να μένει κοντά της ένα βατράχι για να μην της επιτρέπεται ούτε να φεύγει από το θάλαμο, ούτε να ονειρεύεται, ούτε να σκέπτεται, ούτε να θέλει να συναντήσει τη μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα και να μάθει μαζί της, ώσπου να ξαναποκτήσει όρεξη για το πράσινο σουσάμι και τα πράσινα παξιμαδάκια, να ξαναρχίσει να πλέκει κοτσιδάκια με τις πράσινες τρίχες και να ξανακολλάει κομμάτια από σπασμένα πράσινα δόντια στα φτερά της.
Δεν ήταν όμως πια το ίδιο. Η Τζκγκμφ είχε γνωρίσει τη μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα και δεν της ήταν αρκετό αυτό που είχε ως τότε. Αν δεν της επέτρεπαν να αποκτήσει αυτό που γνώρισε, όλα τα άλλα ήταν ασήμαντα και καταπιεστικά, και τα βατράχια πια δεν ήταν οι φίλοι της αλλά απαίσιοι εχθροί που την κρατούσαν ζηλότυπα μακριά από αυτό που ήθελε.
Η Τζκγκμφ είχε γίνει πια μια άλλη. Δεν ήταν η ευτυχισμένη καλόβολη πρόθυμη και αγαθή Τζκγκμφ που όλα τα βατράχια γνώριζαν μέχρι τότε, έγινε μια κακιά κατσαρίδα, έτοιμη να πληγώσει όποιον μπορούσε, κατέστρεφε τα κοτσιδάκια που μάταια της ετοίμαζαν τα βατράχια, αδιαφορούσε για τα σπασμένα δόντια που βρισκόντουσαν απλωμένα γύρω της και η μόνη της επιθυμία ήταν να βρεθεί ελεύθερη κοντά στη μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα και να μπορέσει να την κατακτήσει.
Με πείσμα αρνιόταν κάθε επαφή και σχέση με τα βατράχια που προσπαθούσαν να την ξανακερδίσουν χωρίς όμως να θυσιάσουν την αποκλειστικότητά τους. Με πείσμα επέμενε να σκέφτεται και να περιμένει χωρίς ελπίδα το κάλεσμα της μεγάλης κόκκινης κατσαρίδας.
Από τότε πολλές φορές προσπαθούσε να διαπερνά τον κλοιό των βατράχων και κατάφερνε να φτάνει ως την τρύπα του υπονόμου απ'όπου μπορούσε να βλέπει από μακριά τις υπόλοιπες κατσαρίδες που λιαζόντουσαν και έπαιζαν με τα χρωματιστά φιδάκια. Άκουγε τις χαρούμενες φωνές τους και ήθελε και εκείνη να τραγουδήσει και να χορέψει μαζί τους. Έβλεπε και την όμορφη μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα και την επιθυμούσε και μάταια περίμενε μια πρόσκληση, αλλά την τελευταία στιγμή τα βατράχια την άρπαζαν και την τραβούσαν πίσω στον ερειπωμένο θάλαμο.
Και μια μέρα που έφτασε στην τρύπα του υπονόμου δεν είδε πουθενά τη μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα. Περίμενε, κοίταζε παντού χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Και καθώς είχε κάπως εξοικειωθεί με τους ήχους, κατάλαβε αυτό που έλεγαν οι κατσαρίδες στα φίδια: η μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα είχε φύγει, δεν θα ξαναγυρνούσε πια ποτέ εκεί, είχε βρει ένα άλλο μέρος πιο κατάλληλο, είχε βρει άλλα φιδάκια πιο φιλικά και με εκείνα μιλούσε και έπαιζε τώρα, η μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα είχε φύγει και είχε χαθεί για πάντα.
Η Τζκγκμφ κατάλαβε το τέλος και η θλίψη της έγινε φωνή και φώναξε για πρώτη και τελευταία φορά και η φωνή της ακούστηκε και την άκουσαν όλοι εκτός από τη μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα που δεν υπήρχε πια: "αχ μεγάλη κόκκινη κατσαρίδα, σε αγαπώ πάντα!", αλλά τίποτα από αυτά δεν έχει καμιά σημασία, και τα βατράχια πανηγυρίζουν.

επόμενο σκουπίδι

 
  • Περιεχόμενα
  •