Μέσα
από το μπλάβο πεθαμένο βάλτο με τις απαίσιες μυρωδιές που είχε
καταβροχθίσει τα πάντα, εκεί που κανένας δεν το περίμενε, ξεπήδησε
το υπέροχο πορτοκαλί.
Ήταν εκτυφλωτικό και λαμπερό το πορτοκαλί. Μύριζε ήλιο και φρεσκάδα.
Στο πέρασμά του τα σκουλήκια και τα σαπισμένα χόρτα έδειχναν να ζωντανεύουν
και να προσπαθούν για λίγο να το ακολουθήσουν στην ουράνια τροχιά του.
Όμως το πορτοκαλί ήταν γρήγορο, ασυμβίβαστο και απρόβλεπτο. Δεν περίμενε
και δεν εξηγούσε ούτε τραβούσε τα κολλημένα στο βάλτο σκουλήκια και τα
ριζιασμένα χόρτα για να τα βοηθήσει να το ακολουθήσουν. Όποιο είχε τη δύναμη
ας το κατάφερνε μόνο του, πίστευε το πορτοκαλί.
Έτσι τα σκουλήκια και τα χόρτα μέσα στην αδυναμία, τη βρώμα τους
και τη φρικτή αθλιότητά τους θέλησαν να εκδικηθούν το πορτοκαλί και να
μειώσουν τη ζηλευτή αξία του που δεν μπορούσαν να φτάσουν.
Τα χόρτα μεγάλωναν προσπαθώντας να εμποδίσουν την πορεία του, τα
σκουλήκια έβγαζαν μια απαίσια λιγδερή μυρωδιά για να το πνίξουν, και όλα
μαζί έφτιαχναν μια λασπερή κολλώδη μάζα που σάλευε απειλητικά θέλοντας
να τραβήξει και να εξουδετερώσει ό,τι ξεχώριζε και φανέρωνε τη μιζέρια
του βάλτου.
Εδώ και πολλά χρόνια, ο βάλτος και οι κάτοικοί του είχαν καταφέρει να
παγιδέψουν και να φυλακίσουν το κόκκινο, το είχαν φιμώσει, το είχαν σκεπάσει
με μαύρες σκοτεινές λουρίδες για να μην τους ενοχλεί και να μη μπορεί να
κάψει και να διαλύσει τα σάπια χρώματα που το περικύκλωναν. Το κόκκινο
δεν μπορούσε να δράσει, η λάμψη του ήταν ανίκανη, και η θέλησή του χαμένη.
Όταν όμως φανερώθηκε το πορτοκαλί, το κόκκινο κατάλαβε, γιατί ήξερε
ότι μαζί με το πορτοκαλί θα μπορούσε να ζήσει ξανά, να δημιουργήσει τη
δύναμη που θα φώτιζε το βάλτο και όλο τον κόσμο, που θα ζωντάνευε το πεθαμένο,
που θα έδιωχνε το σκοτάδι, και έτσι κινήθηκε, αντέδρασε στα δεσμά του και
βίαια άρχισε να σκίζει τις σκοτεινές λουρίδες.
Χωρίς να έχει φροντίσει να απαλλαγεί εντελώς από τα δεσμά και το
φίμωτρο, ξεχύθηκε στο βάλτο, περικύκλωσε τα χόρτα, πλημμύρισε τα σκουλήκια,
βιαστικό, απερίσκεπτο, ανυπόμονο και ορμητικό, με την ιδέα ότι θα μεταμόρφωνε
τα πάντα στο πέρασμά του σύμφωνα με δύναμη που δεχόταν από το πορτοκαλί.
Όμως έτσι δεσμευμένο το ίδιο, δεν μπόρεσε να φανεί η πραγματική του
μορφή, το κόκκινο δεν ήταν κόκκινο καθαρό και φωτεινό, και η αλλοίωση που
προκάλεσε ήταν τρομερή, η σιχαμένη λασπερή μουντή γκρίζα μάζα έγινε αίμα
σάπιο, και το κόκκινο προσπαθούσε με μανία να ξεφύγει και να φτάσει το
πορτοκαλί.
Τα τρομερά γλοιώδη γκρίζα σκουλήκια παραμόνευαν το πορτοκαλί και μόλις
αυτό φάνηκε, το αγκάλιασαν υποκριτικά μεθώντας το με την κακοσμία τους.
Τότε το κόκκινο μπλεγμένο ακόμα ανάμεσα στα βρωμερά χόρτα, όρμηξε
για να φτάσει στο πορτοκαλί, αλλά τη στιγμή εκείνη της ένωσης, το πορτοκαλί
είχε γίνει καφετί και το κόκκινο ήταν αιματί, και δεν είχαν προλάβει να
το καταλάβουν γιατί η ανάγκη τους για ένωση ήταν μεγαλύτερη από την επίγνωση
και τη λογική, και το πορτοκαλί δεν μύριζε πια ήλιο και το κόκκινο μύριζε
μόνο αίμα και μούχλα, και από την ένωση αυτή έγινε το πιο μουντό και το
πιο σάπιο, με τη μυρωδιά του ματωμένου ήλιου, και την απογοήτευση για το
ωραίο που χάθηκε, και δεν υπήρχε πια πορτοκαλί ούτε κόκκινο, αλλά σκατοπερίοδο,
και χάρηκαν τα σκουλήκια και τα χόρτα, και πανηγύρισαν για το νέο τους
απόκτημα που το παρέσυραν, με τη θέλησή του, στο βάθος του βάλτου, για
πάντα.
Και ο βάλτος μεγαλώνει.

