Δεν θα κατάφερνε ποτέ
μόνη της να ξεφύγει. Ούτε η φαντασία και τα όνειρα βοηθούσαν. Χρειαζόταν
η πρακτική δυναμική αντίδραση -πώς να την κάνει;
Έμενε μέσα στην παγίδα κλαίγοντας ηλίθια και περιμένοντας τα μη πραγματικά.
Όσο ο καιρός περνούσε τόσο και πιο χοντρές γινόντουσαν οι αλυσίδες που
έκλειναν την είσοδο και πιο αδιαπέραστο το ντουβάρι που απομόνωνε από ό,τι
υπήρχε έξω από την παγίδα. Δεν ήξερε πια αν ήταν μέρα ή νύχτα, αν ο υπόλοιπος
κόσμος ζούσε ή αν είχε πεθάνει, δεν ήξερε τίποτα πια παρά μόνο τις άθλιες
αναμνήσεις. Αυτές ήταν που ερχόντουσαν να την ταλαιπωρήσουν ακόμα περισσότερο
δήθεν ότι της έκαναν παρέα και ότι την αγαπούσαν γι'αυτό δεν έφευγαν από
κοντά της. Στην πραγματικότητα δεν ήταν αναμνήσεις, ήταν εφιάλτες, τύψεις
για τις χαμένες ευκαιρίες, βασανιστικές υπενθυμίσεις άσκοπων και άχρηστων
προσπαθειών, επαναλήψεις των ίδιων απαγορευτικών όρων που εμπόδιζαν κάθε
κίνηση.
Ήταν παγίδα και μαζί καταφύγιο απελπισίας, δικαιολογία για την ακινησία
και το τέλμα.
Πράγματι όποτε δια της βίας την τραβούσαν έξω και την έσερναν στα
μέρη που υπήρχαν άνθρωποι -τότε καταλάβαινε ότι ακόμα δεν είχαν πεθάνει,
αλλά αυτό δεν βοηθούσε σε τίποτα, ήταν ήδη σαν πεθαμένοι, ή ήταν
εκείνη η πεθαμένη;- δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τίποτα, ούτε
να μιλήσει, ούτε
να κινηθεί.
Ανέκφραστη και ζαλισμένη αδιαφορούσε για ό,τι συνέβαινε, επέτρεπε
να την τραβούν, να της μιλούν, να την κοιτάζουν, επέτρεπε ακόμα στον εαυτό
της να αντιδρά αλλά μόνο και μόνο για να μη γίνει τίποτα γνωστό, τη στιγμή
όμως που αισθανόταν το μοναδικό κίνητρο που τη συντηρούσε σ'αυτή την περίεργη
κατάσταση ζωής, τη στιγμή που υποψιαζόταν ότι μπορούσε να γίνει το όνειρο,
άλλαζε. Έχανε την παθητική της στάση και γινόταν επιθετική, έξαλλη και
ζητούσε με μανία να επιστρέψει στην παγίδα.
Για να μπορεί εκεί να περιμένει ανενόχλητη τη μοναδική επιθυμία και
να αναγνωρίζει ταυτόχρονα την ανυπαρξία της. Για να μπορεί εκεί ανενόχλητη
να τιμωρεί με τον πιο βαρύ τρόπο την άθλια υπεύθυνη.
Και περνούσαν οι ώρες και η διαπίστωση της ανυπαρξίας γινόταν για
άλλη μια φορά πραγματικότητα. Έτσι ήξερε ότι ακόμα ένας χρόνος είχε περάσει
το ίδιο άχρηστος με τον προηγούμενο, και περίμενε την επόμενη αναμονή.
Αρκούδες φυτά κάμπιες και κατσαρίδες πανηγύριζαν.
Και έξω από την παγίδα, οι υπόλοιποι ύπουλα ετοίμαζαν το ολοκληρωτικό
αδιέξοδο με τις ευχάριστες προτάσεις, την αποσιωποίηση, την επίθεση, τις
κατασκευασμένες αδιάφορες ευθύνες.
Η εκμετάλλευση της αδυναμίας σε όλο το μεγαλείο. Και εκείνη αδύναμη.
Τι κρίμα.

