Ήταν μικρό και λαμπερό, δραστήριο και αεικίνητο, άπιαστο και απροσδιόριστο.
Με το κόκκινο γυαλιστερό ρούχο του ξεχώριζε και φώτιζε τα γκρίζα
τοπία και τους άχρωμους μισοκοιμισμένους και αδρανείς βρυκόλακες που
έμεναν εκεί.
Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει το μυστικό και τη δύναμη που έκρυβε
κάτω από το κόκκινο γυαλιστερό ντύσιμό του αλλά όλοι αισθανόντουσαν και
ζαλιζόντουσαν από τη δυνατή μεθυστική μυρωδιά που σκορπούσε γύρω του.
Είχε μάθει να κυκλοφορεί με άνεση στα πιο απίθανα και δύσκολα μέρη
και αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις που δημιουργούσε, εξαφανιζόταν
για να παρουσιαστεί πάλι κάπου αλλού, με ακόμα πιο λαμπερό το ρούχο
του και
ακόμα πιο έντονη τη μυρωδιά του.
Οι βρυκόλακες ζήλευαν και μισούσαν το μικρό σκαθάρι γιατί ήταν πολύ
όμορφο και πολύ διαφορετικό από αυτούς, αλλά αυτό έδειχνε άτρωτο και ατρόμητο.
Μια μέρα οι ατέλειωτες περιπλανήσεις οδήγησαν το σκαθάρι στην είσοδο μιας
μεγάλης σπηλιάς. Σταμάτησε για λίγο εκεί εξετάζοντας τα ξερά χόρτα που
έκλειναν το άνοιγμα και παραξενεμένο είδε ένα βρυκόλακα που προσπαθούσε
να τα χρωματίσει για να στολίσει μ'αυτά τα τοιχώματα της σπηλιάς.
Ήταν η πρώτη φορά που το σκαθάρι αντίκρυζε ένα βρυκόλακα που ήθελε
να φτιάξει κάτι, και ο βρυκόλακας αναγνώρισε στο χρώμα του σκαθαριού αυτό
που αναζητούσε και που του έλειπε για να μπορέσει να χρωματίσει και να
ολοκληρώσει το έργο του.
Τότε μέσα από το σκοτάδι παρουσιάστηκε κι άλλος βρυκόλακας που χαμογελαστός
καλωσόρισε το σκαθάρι. Ξαφνιασμένο εκείνο από το χαμόγελο και συγκινημένο
από την καλή διάθεση των βρυκολάκων, δεν κατάλαβε την πιθανή και ίσως ασυνείδητη
ιδιοτέλεια που κρυβόταν πίσω από την εγκάρδια συμπεριφορά τους, τους ακολούθησε
με ελπίδα και προχώρησε μαζί τους προς το βάθος της σπηλιάς. Εκεί συναντήθηκε
και με τους υπόλοιπους κατοίκους της σπηλιάς. Άλλοι κοίταξαν με δυσπιστία
το σκαθάρι, ενώ οι περισσότεροι ένιωσαν τη γνώριμη ζήλεια και μίσος για
τον όμορφο νεοφερμένο.
Το άρωμα του σκαθαριού γέμισε τη σπηλιά και ξύπνησε τον αδιάφορο βρυκόλακα
που χρόνια τώρα ήταν βυθισμένος στον πιο βαρύ λήθαργο. Γοητευμένος σηκώθηκε,
πλησίασε το σκαθάρι και θαμπωμένος από το υπέροχο κόκκινο χρώμα του, διέκρινε
τις μικρές καφετιές κηλίδες πάνω στο φωτεινό ρούχο. Άπλωσε το χέρι και
νοερά χάιδεψε απαλά τις καφετιές κηλίδες που έμοιαζαν με τις πεθαμένες
ελπίδες που ξαφνικά είχαν ζωντανέψει, και το σκαθάρι κολακευμένο έλαμπε
ακόμα περισσότερο.
Όμως την ίδια στιγμή, όλοι οι υπόλοιποι βρυκόλακες αντέδρασαν. Θυμωμένοι
που ο αδιάφορος βρυκόλακας έδειξε ενδιαφέρον για κάτι ξένο, αφού εδώ και
τόσο καιρό είχε πάψει να ασχολείται με τη σπηλιά και τα ενδιαφέροντα τους,
ζήλεψαν. Και η ζήλεια τους στράφηκε προς το κόκκινο σκαθάρι. Θέλησαν να
το διώξουν μακριά, να εξαφανίσουν την παρουσία του, να εξουδετερώσουν τα
ίχνη του, να κάνουν να ξεχαστεί για πάντα η ύπαρξή του και να κερδίσουν
εκείνοι τον αδιάφορο βρυκόλακα. Το κυνήγησαν με μανία προσπαθώντας να το
ακουμπήσουν και να σβήσουν τη λάμψη του, αλλά εκείνο με επιδεξιότητα ξέφυγε
και βρέθηκε και πάλι στα άγνωστα και δύσκολα μέρη που ήξερε να κυκλοφορεί,
για να φωτίζει και να μεθά με το άρωμά του ό,τι πλησίαζε.
Η σπηλιά σκοτείνιασε ξανά, η γνωστή αποπνικτική δυσοσμία των σάπιων βρυκολάκων
γέμισε την ατμόσφαιρα, όλα έγιναν όπως και πριν, εκτός από τον αδιάφορο
βρυκόλακα, που κοκκάλωσε και βυθίστηκε σε έναν ακόμα πιο βαθύ λήθαργο,
με το χέρι του απλωμένο σε μια μάταιη προσπάθεια να αγγίξει τη ζωή και
την ελπίδα που έφυγαν οριστικά.

