To πράγμα και το φως  
 

Το πράγμα είχε γεννηθεί πριν από πολλά χρόνια. Κανείς -ούτε και το ίδιο- δεν μπορεί να θυμηθεί πότε γιατί και πώς έφτιαξε εκείνο το μικρό σκοτεινό κουβούκλιο και χώθηκε μέσα.
Από τότε ζούσε με επίγνωση της άγνοιας των πιο κοινών και γνωστών πραγμάτων, κλεισμένο στις προσωπικές και ανομολόγητες σκέψεις και σχέσεις, πλήρες και αύταρκες καθώς τα πάντα θα μπορούσαν να συμβούν μέσα στο κουβούκλιο, σε ένα κόσμο εντελώς φανταστικό και ανύπαρκτο για τις αντικειμενικές συνθήκες, αλλά υπαρκτό, συμπαγή και εξασφαλισμένο για το ίδιο το πράγμα.
Φρόντιζε πολύ το κουβούκλιό του, επιδιόρθωνε συχνά τις ρωγμές κάνοντας πιο στερεά τα τοιχώματά του και δεν επέτρεπε ποτέ την είσοδο σε κανένα. Πρόσεχε πάντα όταν έβγαινε να κλείνει καλά την πόρτα, και όταν βρισκόταν μέσα να μη μπορεί κανείς άλλος να μπει. Έτσι τίποτα δεν μπορούσε να αλλοιώσει το σκοτάδι και να παραβιάσει το άδυτο.
Τα μέσα άμυνας ήταν μελετημένα και σίγουρα. Ειρωνεία, άρνηση, περιφρόνηση για καθετί εξωτερικό, κλείδωμα και απαγόρευση εισόδου στο κουβούκλιο.

Το πράγμα μεγάλωνε μόνο του, αλλά μετά από κάθε επίσκεψή του στον έξω κόσμο, αν έβρισκε κάτι που του άρεσε, το έπαιρνε, το αποστείρωνε, το κρατούσε μαζί του, και έτσι είχε μαζέψει πράγματα, ανθρώπους, ιδέες, πράξεις, ήχους, γεγονότα, που τα τοποθετούσε όλα στις κατάλληλες θέσεις και στα κατάλληλα ράφια μέσα στο κουβούκλιο. Η συλλογή του είχε γίνει τεράστια, και το πράγμα πάντα όποτε ήθελε, μπορούσε να ασχοληθεί με κάτι, και καθώς είχε μάθει να βλέπει και να διακρίνει μέσα στο απόλυτο σκοτάδι που επικρατούσε, έπαιζε με τα αποκτήματά του και τους φίλους του.
Όσο όμως περνούσε ο καιρός, τόσο πιο δύσκολο γινόταν για το πράγμα να αναγνωρίζει και να αποκτά νέα πράγματα. Γι’αυτό με μεγάλη θλίψη αποχωριζόταν και έκρυβε στο βάθος του κουβούκλιου ό,τι χαλούσε και δεν χρειαζόταν πια, αλλά με ακόμα μεγαλύτερη χαρά δεχόταν κάθε -όλο και πιο σπάνια- καινούργια του ανακάλυψη.
Για κάθε νέο του απόκτημα, το πράγμα έπρεπε να ετοιμάσει χώρο, να καθαρίσει, να θυσιάσει και να κρύψει τα λιγότερο χρήσιμα πράγματα, ώστε να μπορεί να αφοσιωθεί στη νέα του ασχολία.
Με τον τρόπο αυτό, σε κάθε απογοήτευση από τα παιχνίδια του, το πράγμα έμενε όλο και με πιο λίγα γύρω του, όλο και πιο μόνο του, περιτριγυρισμένο από αποθηκευμένα ξεχασμένα αραχνιασμένα και χαλασμένα παιχνίδια.

Και μια μέρα που το πράγμα περπατούσε άσκοπα στο δρόμο, πέρασε από κοντά του το φως. Στην αρχή δεν το γνώρισε και δεν το κατάλαβε και ξαναγύρισε ανέμελο και αδιάφορο στο κουβούκλιο.
Την άλλη μέρα που το πράγμα ξεπρόβαλε στον κόσμο, το φως βρισκόταν πάλι εκεί, ζεστό και λαμπερό, ελκυστικό και πανίσχυρο, και το πράγμα γοητευμένο θέλησε να το αποκτήσει. Αλλά το φως ήταν άπιαστο γρήγορο απροσδιόριστο. Το πράγμα άπλωνε τα χέρια αλλά όταν τα έκλεινε κρατούσε μέσα τους το κενό και όσο περισσότερο προσπαθούσε, τόσο το φως ξέφευγε και τόσο το πράγμα το επιθυμούσε πιο πολύ. Τα ίχνη από το φως χαράχτηκαν πάνω στο πράγμα και το μεταμόρφωσαν και αυτό ξαφνιασμένο έτρεξε να κρυφτεί στο κουβούκλιο.

Όμως το φως ήταν καταλυτικό, εκτυφλωτικό και διεισδυτικό, μπορούσε να περάσει από κάθε απειροελάχιστο άνοιγμα, να φωτίσει κάθε σκοτεινή γωνιά, να αλλάξει τα πάντα στο πέρασμά του.
Το κουβούκλιο δεν άντεξε στην πίεση των ακτίνων και τρομαγμένο το πράγμα είδε το φως να προβάλλει από τις στενές χαραγματιές που άρχισαν να δημιουργούνται και να πολλαπλασιάζονται στα καλοδιατηρημένα τοιχώματα. Προσπάθησε μάταια να κλείσει τα ανοίγματα με πανιά και χαρτιά, να απομακρύνει αυτό που πλησίαζε και επρόκειτο να συμβεί. Ο χώρος φωτίστηκε, τα ράφια φανερώθηκαν, το άδυτο καταπατήθηκε και το πράγμα είδε διαφορετικά όσα ήξερε και εμπιστευόταν στην ασφάλεια του γνωστού του σκοταδιού. Τα ως εκείνη τη στιγμή πολύτιμα αποκτήματα τώρα φάνηκαν ακίνητα και ψεύτικα, ξένα και άγνωστα, κούφια και άχρηστα.
Όταν το φως πλημμύρισε τα πάντα και άπλετο και άπληστο απλώθηκε παντού, τα τοιχώματα του κουβούκλιου κατέρρευσαν και άλλα αποκτήματα έλιωσαν ενώ άλλα με δυνατούς θορύβους έσπασαν σε κομμάτια που πετάχτηκαν εδώ κι εκεί.

Νέες ανάγκες γεννήθηκαν τώρα για το πράγμα. Έπρεπε να αντιμετωπίσει το φως, έπρεπε να το κερδίσει, έπρεπε να βρεθεί μαζί του, έπρεπε να μιλήσει στη γλώσσα που καταλάβαινε το φως -γιατί τίποτα άλλο δεν είχε πια σημασία, έπρεπε να μάθει να βλέπει χωρίς το σκοτάδι, έπρεπε να μάθει να υπάρχει χωρίς τη γνωστή του ασφάλεια, έπρεπε να ζήσει έξω από το κουβούκλιο.
Το πράγμα έμεινε μόνο μετέωρο και αβοήθητο σχεδόν τυφλωμένο, ανάμεσα στα συντρίμμια των κατασκευών όλης του της ζωής, αντιμετωπίζοντας τώρα τα αποτελέσματα της άγνοιας που χρόνια τώρα καλλιεργούσε.
Ανίκανο να αντιδράσει, μη ξέροντας τι να κάνει, ζήτησε βοήθεια από το φως, ζήτησε να μείνει μόνο κοντά του για να μάθει να βλέπει, αλλά το φως τέλειο και υπέροχο αδιαφόρησε, προχώρησε, απλώθηκε πιο μακριά, απομακρύνθηκε, αφήνοντας νεκρωμένο ό,τι είχε ακουμπήσει, γιατί το φως δεν έχει ανάγκη από τίποτα, δεν περιορίζεται, δεν αναχαιτίζεται, λάμπει, καίει, γοητεύει, αποκαλύπτει, κι αυτό είναι όλο.

Και το φως αποκάλυψε στο πράγμα τον έρωτα. Το πράγμα ερωτεύτηκε παράφορα το φως και κατάλαβε ότι ποτέ πια δεν θα μπορούσε να ζήσει μακριά του.
Πώς να αγγίξει κανείς το φως χωρίς να καεί; μόνο αν είναι κι ο ίδιος φως, σκέφτηκε το πράγμα και αναρωτήθηκε με ποιό τρόπο θα μπορούσε να μεταμορφωθεί το ίδιο και να γίνει φως. Και τι πειράζει να καεί κανείς αν αυτό πρόκειται να γίνει από το φως; σκέφτηκε ξανά το πράγμα και αποφάσισε ότι δεν το νοιάζει να καεί από το φως αρκεί να ενωθεί μαζί του.
Έμεινε ακίνητο περιμένοντας να ξαναπεράσει από κοντά του το φως και περίμενε ώρες πολλές και στις ώρες αυτές σκεφτόταν την απέραντη χαρά και έκσταση που θα ένοιωθε τη στιγμή που θα άγγιζε και θα γινόταν ένα με το φως και θα ξαναγεννιόταν μαζί του και θα ζούσε για πάντα μέσα στη λάμψη του.
Και το φως ήρθε και κοντοστάθηκε δίπλα του και όλα για μια ακόμα φορά άλλαξαν όψη και ζωντάνεψαν, και το πράγμα θαμπώθηκε και κοίταζε αχόρταγα σαν μαγεμένο τρέμοντας από την ομορφιά που αντίκρυζε. Ανάσαινε βαθειά και αισθανόταν το φως να μπαίνει μέσα του και να ζεσταίνει όλο του το είναι και ζούσε την υπέροχη εμπειρία χωρίς να έχει τη δύναμη να κουνηθεί μέχρι που το φως σιγά σιγά ξανάφυγε αφήνοντας την ανάμνηση και την επιθυμία για το νέο ερχομό του.
Το φως άφησε ξανά ίχνη εμφανή και αόρατα μέσα και πάνω στο πράγμα, αλλά αυτό δεν έχει πια κουβούκλιο και προστασία, δεν έχει την ικανότητα να προσαρμοστεί στο εχθρικό περιβάλλον, δεν γνωρίζει τους τρόπους, έχει μόνο την άγνοια, και το μοναδικό του βοήθημα είναι η σκέψη του και μ'αυτή θα πρέπει τώρα να φτιάξει ένα νέο καταφύγιο για να κρύψει τα πολύτιμα ίχνη.
Κι αυτό άρχισε από τότε να κάνει, κάθε μέρα, κάθε βράδυ, κάθε στιγμή που βρισκόταν μακριά από το φως, γιατί το φως ερχόταν όποτε εκείνο ήθελε, χωρίς προειδοποίηση, έμενε όσο ήθελε και χανόταν σε μέρη που μόνο εκείνο ήξερε χωρίς ποτέ να εξηγεί τίποτα. Κάθε φορά άφηνε και καινούργια ίχνη του στο πράγμα και αυτό με σεβασμό και προσοχή τα φύλαγε για να τα πάρει μαζί του στο καταφύγιο που είχε πια σχεδόν ολοκληρωθεί.
Μέσα υπήρχε θέση μόνο για το πράγμα και για το φως, ή μάλλον για τα ίχνη από το φως που το πράγμα είχε κατορθώσει να ενώσει, ώστε όλα μαζί να δημιουργούν στο πράγμα την εντύπωση ότι το φως είναι εκεί μαζί του και ότι μπορεί να το αγγίζει και να το νοιώθει και να το έχει δικό του πάντα.
Μόλις το φως ερχόταν, το πράγμα έβγαινε από το καταφύγιο, έτρεχε να το συναντήσει ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά θα κατάφερνε να ενωθεί και να φύγει μαζί του, αλλά πάντα την τελευταία στιγμή δίσταζε να απλώσει τα χέρια να παραδεχτεί και να παραδοθεί και έμενε με την ανάμνηση την αναμονή και τα νέα ίχνη.

Και ξαφνικά το φως χάθηκε.
Όλοι έλεγαν ότι δεν θα ερχόταν ποτέ ξανά, και αυτό τους ευχαριστούσε καθώς οι περισσότεροι φοβόντουσαν το φως που ήταν αυστηρό και αμείλικτο, και προτιμούσαν να αρκεστούν στα τεχνητά υποκατάστατα που είχαν κατασκευάσει και που ρύθμιζαν οι ίδιοι σύμφωνα με την περιορισμένη αντοχή τους.
Τρομερή απόγνωση κυρίευσε το πράγμα, που όμως δεν έχασε την ελπίδα ότι το φως θα φανερωθεί πάλι κάποτε, και τότε θα τολμήσει να φύγει μαζί του. Αυτή η ελπίδα και μόνο το διατηρούσε ζωντανό, αλλά από τότε το πράγμα κλείστηκε στο καταφύγιο, και κάθε μέρα ομολογούσε στο φως τον έρωτά του. Τα ενωμένα ίχνη από το φως ήταν πιά το μοναδικό απόκτημα που είχε το πράγμα. Αυτά ήταν τώρα το φως αφού το φως είχε φύγει και είχε χαθεί. Αυτό το φως άγγιζε το πράγμα, αυτό το φως ανέπνεε, αυτό το φως του έδινε την έκσταση, αυτό το φως ήταν η ζωή του, κι αυτό το φως του θύμιζε συνεχώς το πραγματικό το άπειρο φως που βρισκόταν σε μέρη άγνωστα χαμένο ίσως για πάντα, αλλά το πράγμα ποτέ δεν είχε θελήσει να δεχτεί την πραγματικότητα και να πιστέψει το ίσως.

1) Πέρασε καιρός πολύς και μια μέρα εντελώς αναπάντεχα και απροειδοποίητα το φως ξαναγύρισε. Το πράγμα αμέσως αναγνώρισε την υπέροχη λάμψη παντού έξω και μέσα στο καταφύγιο και το καταφύγιο διαλύθηκε και έγινε κομμάτια καθώς το πράγμα που είχε πια γίνει φως ενωνόταν με το άπειρο.

2) Πέρασε καιρός πολύς και μια μέρα εντελώς αναπάντεχα το φως ξαναγύρισε. Όλοι είχαν ξεχάσει την ύπαρξή του και κανένας δεν το αναγνώρισε. Το πράγμα που χρόνια τώρα ζούσε με το δικό του μικρό ψεύτικο και παραποιημένο φως δεν δέχτηκε την υπέροχη λάμψη που προσπάθησε να μπει στο καταφύγιο και αφοσιωμένο στην πλάνη του αδιαφόρησε για το άπειρο που χάθηκε τελειωτικά για πάντα.

3) Πέρασε καιρός πολύς και το πράγμα χόρτασε το φως γιατί το φως αυτό ήταν μικρό και είχε αρχή και τέλος, και μίσησε και αρνήθηκε το φως γιατί ήταν λίγο και δεν μπορούσε να γεμίζει τη ζωή του. Και μια μέρα εντελώς αναπάντεχα και απροειδοποίητα το φως ξαναγύρισε. Το πράγμα αμέσως θυμήθηκε και αναγνώρισε την υπέροχη λάμψη παντού και έτρεξε να αγγίξει το φως και να ενωθεί μαζί του όμως και πάλι θαμπώθηκε και πάλι τα χέρια του έμειναν με το κενό, γιατί το πράγμα είχε προδώσει και δεν είχε πια δικαίωμα στο άπειρο.

4) Πέρασε καιρός πολύς και το πράγμα γνώρισε το φως και δυνατό πια χωρίς φόβο τόλμησε να βγει από το καταφύγιο και να ψάξει στα παλιά ερείπια. Μάζεψε πολλά κομματάκια από τα ξεχασμένα και διαλυμένα αποκτήματα, και αναγνώρισε καινούργια πράγματα που του άρεσαν και όλα αυτά τα κουβάλησε στο καταφύγιο και έφτιαξε μια νέα συλλογή πιο θαυμαστή και πλούσια από την παλιά γιατί τώρα το πράγμα είχε σκοπό να μοιραστεί τη συλλογή του με το φως και να του προσφέρει ό,τι μπορούσε. Και μια μέρα εντελώς αναπάντεχα και απροειδοποίητα το φως ξαναγύρισε. Το πράγμα που ήταν πια και το ίδιο φως, αμέσως αναγνώρισε την υπέροχη λάμψη παντού έξω και μέσα στο καταφύγιο και πρόσφερε στο φως το δώρο του και φώτισε το φως και ενώθηκε μαζί του και έγινε ένα με το άπειρο.

5) Πέρασε καιρός πολύς και το πράγμα έμενε πάντα κλεισμένο στο καταφύγιο περιμένοντας το φως. Όμως το φως δεν ξαναγύρισε ποτέ και κάποτε ξεχασμένο χάθηκε και το πράγμα.

6) Πέρασε καιρός πολύς και το πράγμα που είχε γνωρίσει το φως και είχε γίνει κι αυτό φως, δυνατό και άφοβο πια βγήκε από το καταφύγιο και ζούσε μέσα στον κόσμο περιμένοντας πάντα το φως. Όμως το φως δεν ξαναγύρισε ποτέ αλλά στη θέση του έμεινε το πράγμα για να λάμπει να αποκαλύπτει και να θυμίζει για πάντα τι ήτανε το φως.

7) Πέρασε καιρός πολύς

8) Πέρασε καιρός

9) Πέρασε

10)

επόμενο σκουπίδι

 
  • Περιεχόμενα
  •